Ο μη συνεργαζόμενος μηδέ εσθιέτω
Πριν ψηφίσουμε, μερικές παρατηρήσεις:
Ξεκινάμε από τα αενάως και με αυξανόμενη συχνότητα (καθώς πέφτουμε προς το νήμα των εκλογών) επαναλαμβανόμενα από πολλές και ποικίλες πηγές. Γράφει ο Αντώνης Καρκαγιάννης στην Καθημερινή:
Συνηγορούσε προ ημερών ο Γιώργος Καριπίδης στην Ημερησία:
Υπάρχουν τριών ειδών παρεξηγήσεις ή άστοχες παραδοχές στις τοποθετήσεις αυτές. Παρεξηγήσεις που αφορούν την εκλογική διαδικασία, την πολιτική στρατηγική και τις Ελληνικές ιδιαιτερότητες. Ας τις πάρουμε μία-μία:
1. Γιατί ψηφίζουμε:
Πίσω από τις παραπάνω τοποθετήσεις, αλλά και τις παρόμοιες που αναπαρήχθησαν από τα δύο μεγάλα κόμματα και διάφορους τηλεαστέρες τις τελευταίες ημέρες, υποβόσκει μια ιδέα για τον σκοπό και το νόημα των εκλογών που είναι, φοβάμαι, υπεραπλουστευτική: εκλογές κάνουμε, λένε, πρωταρχικά για να βγάλουμε κυβέρνηση. Ο ψηφοφόρος ψηφίζει (ή πρέπει να ψηφίζει) με αποκλειστικό γνώμονα το ποιος θα κυβερνήσει την επομένη. Αλλά μια τέτοια προσέγγιση αναγάγει μια εξαιρετικά σύνθετη διαδικασία σε έναν και μόνο σκοπό: την επιλογή του "κυβερνήτη" μέσα από μια πολύ συγκεκριμένη (και περιορισμένη) γκάμα ρεαλιστικών κυβερνήσεων. Αλλά πολιτική - και εκλογές - δεν είναι μόνο αυτό, φυσικά.
Στην βουλή εκλέγω πρώτα από όλα εκπροσώπους μου. Ανθρώπους που θα υπερασπιστούν τα συμφέροντά μου, ανθρώπους με όσο το δυνατόν παραπλήσια κοσομοθεωρία, αντίληψη, προτεραιότητες και επιλογές με μένα στα θέματα που θεωρώ σημαντικά για μένα και για την κοινωνία στην οποία ζω. Οι εκπρόσωποι αυτοί νομοθετούν, με όλα όσα αυτό συμπεριλαμβάνει, εν ονόματί μου. Οι επιλογές συμμαχιών τους, η πρόθεσή τους να αναλάβουν κυβερνητικές ευθύνες είναι δυνητικά ένα μόνο στοιχείο που λαμβάνω υπόψη μου για την υπερψήφιση του ενός ή του άλλου κόμματος. Στην δική μου περίπτωση (και υποψιάζομαι δεν είμαι ο μόνος) δεν είναι καν παράγοντας.
Στις εκλογές αποτυπώνεται η πολιτική γεωγραφία της χώρας. Καταγράφονται υποτίθεται ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα και η απήχησή τους, καταγράφονται ταξικοί συσχετισμοί. Θεωρητικά, η καταγραφή αυτή είναι και εκείνη που θέτει (που θα έπρεπε τουλάχιστον να θέτει) τις προτεραιότητες και τα θέματα γύρω από τα οποία θα περιστρέφεται η πολιτική ζωή, αλλά και τον πολιτικό συσχετισμό μέσα στον οποίο θα συζητηθούν και θα προχωρήσουν. Η αποτύπωση αυτή έχει εξαιρετικά σημαντικό πολιτικό βάρος, ακόμα και για όσους (και οι ψηφοφόροι της αριστεράς κατά τεκμήριο συγκαταλέγονται σε αυτούς) δεν αναγάγουν την πολιτική ζωή απλά και μόνο στις κοινοβουλευτικές συζητήσεις, αλλά θεωρούν τον ακτιβισμό και τον πολιτικό αγώνα μέσα και έξω από την βουλή ουσιωδέστατο παράγοντα διαμόρφωσης συσχετισμών. Το εκλογικό αποτέλεσμα, δείχνει επίσης την αποδοχή κάποιων συγκεκριμένων ιδεών στην κοινωνία. Αν για παράδειγμα οι πολίτες υπέκυπταν συλλογικά στο "κυβερνητικό" δίλημμα και αποδυναμωνόταν η αριστερά, τι θα σηματοδοτούσε αυτό σε ότι αφορά μείζονα ζητήματα που απασχολούν την χώρα και τους πολίτες; Θα σηματοδοτούσε (στο συγκεκριμένο επίπεδο της νομοθετικής εξουσίας) την αποδοχή της περιβαλλοντοκτόνας πολιτικής των δύο μεγάλων κομμάτων, την αναίρεση του δημόσιου χαρακτήρα της παιδείας, την επικρότηση όσων αφορούν τον μη-διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους, την πελατειακή αντίληψη της πολιτικής και της κοινωνίας, την εξάρθρωση των εργασιακών δικαιωμάτων, το άνοιγμα της ψαλίδας εισοδημάτων κοκ. Η ψήφος αυτή θα μεταφραζόταν σε έγκριση (έστω και με επιφυλάξεις) των ακολουθούμενων πολιτικών, θα τις νομιμοποιούσε δημοκρατικά και θα αποτελούσε εγγύηση για την συνέχισή τους. Αυτό θα επηρέαζε την ζωή μου πολύ αρνητικότερα από οποιαδήποτε δυσκολία σχηματισμού κυβέρνησης.
Πέρα όμως από την στρατηγική ψήφο (ενίσχυση της καταγραφής του ειδικού βάρους των ιδεών μου και των προτεραιοτήτων μου στην κοινωνία, επιλογή ιδεολογικά και πολιτικά συγγενών εκπροσώπων) υπάρχει και η τακτική. Έτσι σε κάποια συγκυρία μπορεί να ψηφίσω ένα κόμμα όταν θεωρώ ότι η πολιτική συζήτηση έχει αποκλίνει υπερβολικά και μονόπλευρα, για να μεταθέσω αυτό που στα αγγλικά ονομάζεται Overton Window, για να στείλω σήμα προς γειτονικά κόμματα ή όλα τα κόμματα ότι έχουν εγκαταλείψει θέματα που με απασχολούν, για να στείλω σήμα ότι τα θέματα που έχει ως προτεραιότητες το κόμμα που θα ψηφίσω θα πρέπει να ιεραρχηθούν ως σημαντικότερα, για να δώσω στο κόμμα που βρίσκεται στον δικό μου ιδεολογικό και πολιτικό χώρο, σήμα ότι έχει παρεκκλίνει από αυτό που θεωρώ επιθυμητή γραμμή κοκ. Αυτό ανεξάρτητα από το αν συμμερίζομαι όλες τις απόψεις του κόμματος που θα ψηφίσω. Έτσι, κάποιος που θεωρεί ότι κινδυνεύει η δημόσια παιδεία από επικείμενη ιδιωτικοποίηση, ή τα δάση από επικείμενη καταπάτηση και το θεωρούσε μείζον για αυτόν θέμα, θα μπορούσε να ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ ή ΚΚΕ, ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί σε όλα με τα κόμματα αυτά. Από την άλλη ο δεξιός ψηφοφόρος που θεωρεί ότι η ΝΔ είναι υπερβολικά συντηρητική κοινωνικά ή ότι δεν προχωρούν οι ιδιωτικοποιήσεις αρκετά γρήγορα, θα μπορούσε να εκφραστεί με την ψήφο του υπέρ π.χ. της Φιλελεύθερης Συμμαχίας, ανεξάρτητα από το αν συμφωνούσε σε όλα τα ζητήματα με το κόμμα αυτό (ή αν θα συνέχιζε να την ψηφίζει και σε μια άλλη συγκυρία), ανάλογα με το ΛΑΟΣ και τα Ελληνοτουρκικά κοκ. Με τον τρόπο αυτόν οι πολίτες έχουν την δυνατότητα να παρεμβαίνουν πολύ πιο στοχευμένα (και εν τέλει πολύ πιο πολιτικά) μέσω της ψήφου τους στις εκλογές και να λένε πολύ περισσότερα πράγματα από αυτά που θα ήθελαν οι πάσης φύσεως σχολιαστές και τα φερέφωνα των μεγάλων κομμάτων. Η σύσταση κυβέρνησης έπεται όλων αυτών, δεν προηγείται.
Ποιος δικομματισμός;
Και στα δύο κείμενα που παραθέτω παραπάνω, αλλά και σε όλη την σχετική συζήτηση των ημερών, υπάρχει μια λανθάνουσα παραδοχή: ο μόνος τρόπος καταπολέμησης του συγκεκριμένου δικομματικού συστήματος είναι ο μετασχηματισμός του σε διπολικό. Δεν εξηγείται όμως γιατί αυτό θα είναι ποιοτικά διαφορετικό από αυτό που υπάρχει ήδη σήμερα. Δεν εξηγείται πώς αυτός ο μετασχηματισμός που προτείνεται ως "ο μόνος δυνατός" συνάδει με τους στόχους και τις προσδοκίες όχι μόνον των κομμάτων της αριστεράς, αλλά, σημαντικότερα ακόμα, και των ψηφοφόρων τους. Προϋποθέτει ότι το υπάρχον είναι το μόνο δυνατό. Το υποκριτικό και ασυνεπές τις δικομματικής κινδυνολογίας περί "ακυβερνησίας" το παρουσιάζει μια χαρά ο Old-Boy, αλλά αυτή η εκδοχή του There Is No Alternative που εκφράζει ιδιαίτερα ο Καρκαγιάννης είναι κάπως ενοχλητική γιατί θεωρεί ως αμετάβλητο αυτό που στρατηγικός στόχος των δύο κομμάτων είναι να μεταβάλλουν.
Σημειώνω εδώ μια (παραδόξως) εύστοχη παρατήρηση του βουλευτή της ΝΔ Νίκου Γεωργιάδη, ο οποίος σε άρθρο του στην Καθημερινή τον Μάιο έγραφε πως:
Εμένα τουλάχιστον μου είναι προφανές, ότι η στρατηγική και των δύο κομμάτων της αριστεράς (αλλά και οιουδήποτε κόμματος με το εκλογικό τους μέγεθος) είναι μακροπρόθεσμη (πιο "μακροπρόθεσμη" του ΚΚΕ από του ΣΥΡΙΖΑ) και προσπαθεί πάση θυσία να αποφύγει τον καιροσκοπισμό και πρόσκαιρα οφέλη "εξουσίας" - που δεν είναι προτεραιότητα κανενός από τα δύο κόμματα. Μου είναι προφανές επίσης πως ένα γερό εκλογικό ταρακούνημα έχει καλές πιθανότητες να αποδιαρθρώσει το αρρωστημένο και διεφθαρμένο σημερινό πολιτικό σκηνικό, να το πολιτικοποιήσει και να θέσει σε κίνηση εξελίξεις και αναδιατάξεις που σύντομα θα τοποθετήσουν διαφορετικά όχι μόνο τις πολιτικές αλλά και τις κοινωνικές εξελίξεις. Τουλάχιστον το ελπίζω. Και αυτή η ελπίδα μου φαίνεται πολύ πιο στέρεος και χρήσιμος στόχος από τις συγκυβερνήσεις άρπα-κόλλα που μοιάζει να είναι η πολιτική Γη Χαναάν των αρθρογραφούντων. Δεν πρόκειται καν για εκλογική επανάσταση, απλά για επιστροφή σε κάποιου είδους υποτυπώδη πολιτικό ορθολογισμό.
Το Ελληνικό μοντέλο
Αν η σύγκλιση Χριστιανοδημοκρατίας και Σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη έγινε αναπόφευκτη μετά την μεταβολή των ταξικών συσχετισμών δύναμης στις χώρες αυτές και την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ, μπορεί κανείς να διακρίνει, κάποιες έστω, διαφορές μεταξύ Γάλλων σοσιαλιστών (που εφάρμοσαν το 35ωρο π.χ.) και Γάλλων Γκολικών (ή μεταγκολικών αλά Σαρκοζί). Το αν αυτές είναι επαρκείς για να στοιχειοθετήσουν την δυνατότητα ενός άλλου αριστερού πόλου δεν το γνωρίζω, αλλά έχω πολλές αμφιβολίες (και βλέπω τι τραβάει η Κομμουνιστική Επανίδρυση που σύρθηκε στον αντιμπερλουσκονικό αγώνα άνευ όρων). Βλέπω όμως πως όπου η αριστερά ενισχύθηκε ή ενισχύεται σημαντικά (Ολλανδία ΣΚ, Γερμανία Linke) κάθε διάθεση συνεργασίας του "διπολικού" σκηνικού εξατμίζεται. Υποψιάζομαι πως αν η αριστερά στην Ελλάδα είχε 25%, πιθανόν να μην εκδηλωνόταν ιδιαίτερη κάψα για συνεργασίες και "άλλους πόλους της κεντροαριστεράς".
Αλλά πέρα από την παγκόσμια σύγκλιση σε μια ψευδομάχη δύο πόλων (παραλλαγών της "μίας πολιτικής" που λέει ο Καρκαγιάννης), στην Ελλάδα υπάρχουν και περαιτέρω παράμετροι: η γενικευμένη διαφθορά που αγγίζει όλα τα επίπεδα της πολιτικής και κοινωνικής μας ζωής, το πελατειακό του δικομματικού συστήματος και η έλλειψη οιασδήποτε στρατηγικής πέρα από την τετραετία και στους δύο χώρους (ακόμα και μια μακροπρόθεσμης νεοφιλελεύθερης τακτικής σημειώνω).
Όπως σημειώνει ο Χριστόφορος Βερναρδάκης:
Πρόκειται δηλαδή για εξόχως αποπολιτικοποιημένα κόμματα που έχουν συγκροτηθεί πάνω στο μεταπολεμικό δίπολο δεξιά-αντιδεξιά, μετατρέποντας τις ιστορικές τους αναφορές σε target groups ψηφοφόρων-πελατών, έτοιμων πάντα να διαπραγματευτούν την ψήφο τους για μία έξτρα παροχή, για ένα ξεροκόμματο, για να χάσει ο επάρατος Άλλος. Επί της ουσίας δύο είναι οι πολιτικοί ρόλοι: το κόμμα της κυβέρνησης και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι θέσεις τους είναι περίπου οι ίδιες ανεξάρτητα από το ποιος παίζει αυτόν τον ρόλο, απλώς η ρητορική τους (στοχευμένη καθώς είναι σε διαφορετικά target groups με διακριτές ιστορικές αναφορές και προσδοκίες) παραλλάσσει, καθώς και η δυνητική δεξαμενή ψηφοφόρων, μέχρι τώρα. Η ιδέα ότι η μία από αυτές ομάδες εξουσίας μπορεί (ή ενδιαφέρεται καν) να συγκροτήσει οιουδήποτε είδους "κεντροαριστερά" που να μην είναι κακέκτυπο του Πρόντι και που να ενδιαφέρει ως πρακτική, προοπτική και περιεχόμενο τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ πχ, όταν οι συσχετισμοί είναι τύπου 40-3, είναι αστεία.
Τα δύο κόμματα προέκυψαν από σύγκλιση και συνένωση διακριτών μεταξύ τους συνιστωσών, μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες (που εκλείπουν πλέον), με μόνο κοινό στόχο την εξουσία, και με εργαλείο πολιτικής της πελατειακότητα και την παροχή.
Η Νέα Δημοκρατία περιέχει τρία διακριτά και ασύμβατα ιδεολογικά μεταξύ τους μέρη: Την βασιλική δεξιά και την ακροδεξιά, την Καραμανλική "λαϊκή δεξιά" (που αποτελεί και τον πυρήνα της) και την νεοφιλελεύθερη δεξιά. Αντίστοιχα το ΠΑΣΟΚ απαρτίζεται από τέσσερις ασύμβατες τάσεις: τον παραδοσιακό αντιδεξιό "κεντρώο χώρο", το "πατριωτικό ΠΑΣΟΚ", την "εκσυγχρονιστική" (σοσιαλφιλελεύθερη - νεοφιλελεύθερη) τάση (που κυβέρνησε την Ελλάδα επί Σημίτη, και την αριστερή τάση (που φυλλορροεί σταθερά πάντως εδώ και χρόνια).
Όλες αυτές οι συνιστώσες δεν έχουν πλέον λόγο συνύπαρξης, πέραν της εκλογικής νίκης. Ο διάλογος που κάνουν, μεσολαβούσης της διαφθοράς, της τυφλής αποδοχής κεντρικών οικονομικών επιλογών και της αποπολιτικοποίησής τους είναι κενός. Αφορά μόνο την νομή της εξουσίας. Κανένας από τους δύο οργανισμούς δεν έχει κανενός είδους όραμα για την χώρα. Είναι πλέον καιρός να αποδιαρθρωθούν και να κλονισθούν μαζί τους και οι παγιωμένες σχέσεις διαπλοκής με μεγαλοεργολάβους και κουμπάρους, μεγαλοτραπεζίτες και land developers. Η αναδιάρθρωση του πολιτικού σκηνικού είναι η μόνη ελπίδα, μερικής έστω, απαλλαγής από την διαφθορά και την αποδοχή της διαφθοράς που έχει κυριαρχήσει και στην κοινωνία και στο πολιτικό προσωπικό των δύο κομμάτων. Είναι η μοναδική ελπίδα επαναπολιτικοποίησης της πολιτικής στην Ελλάδα.
Από την Σαλάτα Εποχής
Ξεκινάμε από τα αενάως και με αυξανόμενη συχνότητα (καθώς πέφτουμε προς το νήμα των εκλογών) επαναλαμβανόμενα από πολλές και ποικίλες πηγές. Γράφει ο Αντώνης Καρκαγιάννης στην Καθημερινή:
...Η μόνη περίπτωση που αυτή η ψήφος προς τα μικρά κόμματα θα μπορούσε να έχει άμεσο πολιτικό αποτέλεσμα, είναι να στερήσει από τα δύο μεγάλα κόμματα την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Θα ήταν και η έμπρακτη άρνηση του δικομματισμού. Όταν, όμως, τα δύο κόμματα της Αριστεράς αρνούνται κάθε συμμαχία με οποιοδήποτε άλλο κόμμα, αρνούνται αυτό που είναι το ζητούμενο κάθε εκλογικής αναμέτρησης, τον σχηματισμό κυβέρνησης...
Συνηγορούσε προ ημερών ο Γιώργος Καριπίδης στην Ημερησία:
Εν Ελλάδι λοιπόν τα μικρά κόμματα εάν θέλουν να αντιπαρατεθούν στον δικομματισμό πρέπει να διαμορφώσουν πολιτική συμμαχιών. Ο κ. Καρατζαφέρης είναι τόσο οπορτουνιστής όσο και λαϊκιστής και ως εκ τούτου η πολιτική του δεν έχει στρατηγικό ορίζοντα. Ο ΣΥΝ και το ΚΚΕ που ατενίζουν τον ορίζοντα, πρέπει να κοιτάξουν και στο έδαφος. Μόνον εάν συναινέσουν στη διαμόρφωση μιας ισχυρής πολυκομματικής Κεντροαριστεράς μπορεί να αξιοποιήσουν την όποια δύναμή τους. Αλλιώς η δύναμή τους δεν θα είναι «χρήσιμη» και ο δικομματισμός τελικά θα επιβιώσει.
Υπάρχουν τριών ειδών παρεξηγήσεις ή άστοχες παραδοχές στις τοποθετήσεις αυτές. Παρεξηγήσεις που αφορούν την εκλογική διαδικασία, την πολιτική στρατηγική και τις Ελληνικές ιδιαιτερότητες. Ας τις πάρουμε μία-μία:
1. Γιατί ψηφίζουμε:
Πίσω από τις παραπάνω τοποθετήσεις, αλλά και τις παρόμοιες που αναπαρήχθησαν από τα δύο μεγάλα κόμματα και διάφορους τηλεαστέρες τις τελευταίες ημέρες, υποβόσκει μια ιδέα για τον σκοπό και το νόημα των εκλογών που είναι, φοβάμαι, υπεραπλουστευτική: εκλογές κάνουμε, λένε, πρωταρχικά για να βγάλουμε κυβέρνηση. Ο ψηφοφόρος ψηφίζει (ή πρέπει να ψηφίζει) με αποκλειστικό γνώμονα το ποιος θα κυβερνήσει την επομένη. Αλλά μια τέτοια προσέγγιση αναγάγει μια εξαιρετικά σύνθετη διαδικασία σε έναν και μόνο σκοπό: την επιλογή του "κυβερνήτη" μέσα από μια πολύ συγκεκριμένη (και περιορισμένη) γκάμα ρεαλιστικών κυβερνήσεων. Αλλά πολιτική - και εκλογές - δεν είναι μόνο αυτό, φυσικά.
Στην βουλή εκλέγω πρώτα από όλα εκπροσώπους μου. Ανθρώπους που θα υπερασπιστούν τα συμφέροντά μου, ανθρώπους με όσο το δυνατόν παραπλήσια κοσομοθεωρία, αντίληψη, προτεραιότητες και επιλογές με μένα στα θέματα που θεωρώ σημαντικά για μένα και για την κοινωνία στην οποία ζω. Οι εκπρόσωποι αυτοί νομοθετούν, με όλα όσα αυτό συμπεριλαμβάνει, εν ονόματί μου. Οι επιλογές συμμαχιών τους, η πρόθεσή τους να αναλάβουν κυβερνητικές ευθύνες είναι δυνητικά ένα μόνο στοιχείο που λαμβάνω υπόψη μου για την υπερψήφιση του ενός ή του άλλου κόμματος. Στην δική μου περίπτωση (και υποψιάζομαι δεν είμαι ο μόνος) δεν είναι καν παράγοντας.
Στις εκλογές αποτυπώνεται η πολιτική γεωγραφία της χώρας. Καταγράφονται υποτίθεται ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα και η απήχησή τους, καταγράφονται ταξικοί συσχετισμοί. Θεωρητικά, η καταγραφή αυτή είναι και εκείνη που θέτει (που θα έπρεπε τουλάχιστον να θέτει) τις προτεραιότητες και τα θέματα γύρω από τα οποία θα περιστρέφεται η πολιτική ζωή, αλλά και τον πολιτικό συσχετισμό μέσα στον οποίο θα συζητηθούν και θα προχωρήσουν. Η αποτύπωση αυτή έχει εξαιρετικά σημαντικό πολιτικό βάρος, ακόμα και για όσους (και οι ψηφοφόροι της αριστεράς κατά τεκμήριο συγκαταλέγονται σε αυτούς) δεν αναγάγουν την πολιτική ζωή απλά και μόνο στις κοινοβουλευτικές συζητήσεις, αλλά θεωρούν τον ακτιβισμό και τον πολιτικό αγώνα μέσα και έξω από την βουλή ουσιωδέστατο παράγοντα διαμόρφωσης συσχετισμών. Το εκλογικό αποτέλεσμα, δείχνει επίσης την αποδοχή κάποιων συγκεκριμένων ιδεών στην κοινωνία. Αν για παράδειγμα οι πολίτες υπέκυπταν συλλογικά στο "κυβερνητικό" δίλημμα και αποδυναμωνόταν η αριστερά, τι θα σηματοδοτούσε αυτό σε ότι αφορά μείζονα ζητήματα που απασχολούν την χώρα και τους πολίτες; Θα σηματοδοτούσε (στο συγκεκριμένο επίπεδο της νομοθετικής εξουσίας) την αποδοχή της περιβαλλοντοκτόνας πολιτικής των δύο μεγάλων κομμάτων, την αναίρεση του δημόσιου χαρακτήρα της παιδείας, την επικρότηση όσων αφορούν τον μη-διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους, την πελατειακή αντίληψη της πολιτικής και της κοινωνίας, την εξάρθρωση των εργασιακών δικαιωμάτων, το άνοιγμα της ψαλίδας εισοδημάτων κοκ. Η ψήφος αυτή θα μεταφραζόταν σε έγκριση (έστω και με επιφυλάξεις) των ακολουθούμενων πολιτικών, θα τις νομιμοποιούσε δημοκρατικά και θα αποτελούσε εγγύηση για την συνέχισή τους. Αυτό θα επηρέαζε την ζωή μου πολύ αρνητικότερα από οποιαδήποτε δυσκολία σχηματισμού κυβέρνησης.
Πέρα όμως από την στρατηγική ψήφο (ενίσχυση της καταγραφής του ειδικού βάρους των ιδεών μου και των προτεραιοτήτων μου στην κοινωνία, επιλογή ιδεολογικά και πολιτικά συγγενών εκπροσώπων) υπάρχει και η τακτική. Έτσι σε κάποια συγκυρία μπορεί να ψηφίσω ένα κόμμα όταν θεωρώ ότι η πολιτική συζήτηση έχει αποκλίνει υπερβολικά και μονόπλευρα, για να μεταθέσω αυτό που στα αγγλικά ονομάζεται Overton Window, για να στείλω σήμα προς γειτονικά κόμματα ή όλα τα κόμματα ότι έχουν εγκαταλείψει θέματα που με απασχολούν, για να στείλω σήμα ότι τα θέματα που έχει ως προτεραιότητες το κόμμα που θα ψηφίσω θα πρέπει να ιεραρχηθούν ως σημαντικότερα, για να δώσω στο κόμμα που βρίσκεται στον δικό μου ιδεολογικό και πολιτικό χώρο, σήμα ότι έχει παρεκκλίνει από αυτό που θεωρώ επιθυμητή γραμμή κοκ. Αυτό ανεξάρτητα από το αν συμμερίζομαι όλες τις απόψεις του κόμματος που θα ψηφίσω. Έτσι, κάποιος που θεωρεί ότι κινδυνεύει η δημόσια παιδεία από επικείμενη ιδιωτικοποίηση, ή τα δάση από επικείμενη καταπάτηση και το θεωρούσε μείζον για αυτόν θέμα, θα μπορούσε να ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ ή ΚΚΕ, ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί σε όλα με τα κόμματα αυτά. Από την άλλη ο δεξιός ψηφοφόρος που θεωρεί ότι η ΝΔ είναι υπερβολικά συντηρητική κοινωνικά ή ότι δεν προχωρούν οι ιδιωτικοποιήσεις αρκετά γρήγορα, θα μπορούσε να εκφραστεί με την ψήφο του υπέρ π.χ. της Φιλελεύθερης Συμμαχίας, ανεξάρτητα από το αν συμφωνούσε σε όλα τα ζητήματα με το κόμμα αυτό (ή αν θα συνέχιζε να την ψηφίζει και σε μια άλλη συγκυρία), ανάλογα με το ΛΑΟΣ και τα Ελληνοτουρκικά κοκ. Με τον τρόπο αυτόν οι πολίτες έχουν την δυνατότητα να παρεμβαίνουν πολύ πιο στοχευμένα (και εν τέλει πολύ πιο πολιτικά) μέσω της ψήφου τους στις εκλογές και να λένε πολύ περισσότερα πράγματα από αυτά που θα ήθελαν οι πάσης φύσεως σχολιαστές και τα φερέφωνα των μεγάλων κομμάτων. Η σύσταση κυβέρνησης έπεται όλων αυτών, δεν προηγείται.
Ποιος δικομματισμός;
Και στα δύο κείμενα που παραθέτω παραπάνω, αλλά και σε όλη την σχετική συζήτηση των ημερών, υπάρχει μια λανθάνουσα παραδοχή: ο μόνος τρόπος καταπολέμησης του συγκεκριμένου δικομματικού συστήματος είναι ο μετασχηματισμός του σε διπολικό. Δεν εξηγείται όμως γιατί αυτό θα είναι ποιοτικά διαφορετικό από αυτό που υπάρχει ήδη σήμερα. Δεν εξηγείται πώς αυτός ο μετασχηματισμός που προτείνεται ως "ο μόνος δυνατός" συνάδει με τους στόχους και τις προσδοκίες όχι μόνον των κομμάτων της αριστεράς, αλλά, σημαντικότερα ακόμα, και των ψηφοφόρων τους. Προϋποθέτει ότι το υπάρχον είναι το μόνο δυνατό. Το υποκριτικό και ασυνεπές τις δικομματικής κινδυνολογίας περί "ακυβερνησίας" το παρουσιάζει μια χαρά ο Old-Boy, αλλά αυτή η εκδοχή του There Is No Alternative που εκφράζει ιδιαίτερα ο Καρκαγιάννης είναι κάπως ενοχλητική γιατί θεωρεί ως αμετάβλητο αυτό που στρατηγικός στόχος των δύο κομμάτων είναι να μεταβάλλουν.
Σημειώνω εδώ μια (παραδόξως) εύστοχη παρατήρηση του βουλευτή της ΝΔ Νίκου Γεωργιάδη, ο οποίος σε άρθρο του στην Καθημερινή τον Μάιο έγραφε πως:
...ακόμα και αν χρειαζόταν συνασπισμός κομμάτων προκειμένου να κυβερνηθεί η χώρα, τόσο η σύνθεση του πολιτικού σκηνικού όσο και η σημερινή πολιτική κουλτούρα θα απέτρεπαν κάθε τέτοια περίπτωση. Η υποθετική κυβέρνηση συνασπισμού... θα περιλάμβανε συνεπώς ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα (Ν.Δ. ή ΠΑΣΟΚ) και ένα από τα δύο μικρά (Συνασπισμό ή ΛΑΟΣ). Το ΛΑΟΣ ...από όσο γνωρίζω, δεν διαθέτει καν κυβερνητικό πρόγραμμα. Η συνεργασία μαζί του, σε προγραμματικό τουλάχιστον επίπεδο, είναι αδύνατη. Ο ΣΥΝ, αντίθετα, έχει ολοκληρωμένες πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις οι οποίες όμως στον οικονομικό τομέα απέχουν παρασάγγας από τις θέσεις και των δύο μεγάλων κομμάτων. Μια κυβερνητική συμφωνία με τον Συνασπισμό είτε θα οδηγούσε σε τελείως διαφορετικό δρόμο την οικονομία της χώρας είτε θα ήταν θνησιγενής.
Η μόνη εφικτή -σε οικονομικό επίπεδο- συμμαχική κυβέρνηση είναι αυτή των δύο μεγάλων κομμάτων, ο γενικός οικονομικός προσανατολισμός των οποίων συμπίπτει σε αρκετά -καίρια- σημεία.
Εμένα τουλάχιστον μου είναι προφανές, ότι η στρατηγική και των δύο κομμάτων της αριστεράς (αλλά και οιουδήποτε κόμματος με το εκλογικό τους μέγεθος) είναι μακροπρόθεσμη (πιο "μακροπρόθεσμη" του ΚΚΕ από του ΣΥΡΙΖΑ) και προσπαθεί πάση θυσία να αποφύγει τον καιροσκοπισμό και πρόσκαιρα οφέλη "εξουσίας" - που δεν είναι προτεραιότητα κανενός από τα δύο κόμματα. Μου είναι προφανές επίσης πως ένα γερό εκλογικό ταρακούνημα έχει καλές πιθανότητες να αποδιαρθρώσει το αρρωστημένο και διεφθαρμένο σημερινό πολιτικό σκηνικό, να το πολιτικοποιήσει και να θέσει σε κίνηση εξελίξεις και αναδιατάξεις που σύντομα θα τοποθετήσουν διαφορετικά όχι μόνο τις πολιτικές αλλά και τις κοινωνικές εξελίξεις. Τουλάχιστον το ελπίζω. Και αυτή η ελπίδα μου φαίνεται πολύ πιο στέρεος και χρήσιμος στόχος από τις συγκυβερνήσεις άρπα-κόλλα που μοιάζει να είναι η πολιτική Γη Χαναάν των αρθρογραφούντων. Δεν πρόκειται καν για εκλογική επανάσταση, απλά για επιστροφή σε κάποιου είδους υποτυπώδη πολιτικό ορθολογισμό.
Το Ελληνικό μοντέλο
Αν η σύγκλιση Χριστιανοδημοκρατίας και Σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη έγινε αναπόφευκτη μετά την μεταβολή των ταξικών συσχετισμών δύναμης στις χώρες αυτές και την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ, μπορεί κανείς να διακρίνει, κάποιες έστω, διαφορές μεταξύ Γάλλων σοσιαλιστών (που εφάρμοσαν το 35ωρο π.χ.) και Γάλλων Γκολικών (ή μεταγκολικών αλά Σαρκοζί). Το αν αυτές είναι επαρκείς για να στοιχειοθετήσουν την δυνατότητα ενός άλλου αριστερού πόλου δεν το γνωρίζω, αλλά έχω πολλές αμφιβολίες (και βλέπω τι τραβάει η Κομμουνιστική Επανίδρυση που σύρθηκε στον αντιμπερλουσκονικό αγώνα άνευ όρων). Βλέπω όμως πως όπου η αριστερά ενισχύθηκε ή ενισχύεται σημαντικά (Ολλανδία ΣΚ, Γερμανία Linke) κάθε διάθεση συνεργασίας του "διπολικού" σκηνικού εξατμίζεται. Υποψιάζομαι πως αν η αριστερά στην Ελλάδα είχε 25%, πιθανόν να μην εκδηλωνόταν ιδιαίτερη κάψα για συνεργασίες και "άλλους πόλους της κεντροαριστεράς".
Αλλά πέρα από την παγκόσμια σύγκλιση σε μια ψευδομάχη δύο πόλων (παραλλαγών της "μίας πολιτικής" που λέει ο Καρκαγιάννης), στην Ελλάδα υπάρχουν και περαιτέρω παράμετροι: η γενικευμένη διαφθορά που αγγίζει όλα τα επίπεδα της πολιτικής και κοινωνικής μας ζωής, το πελατειακό του δικομματικού συστήματος και η έλλειψη οιασδήποτε στρατηγικής πέρα από την τετραετία και στους δύο χώρους (ακόμα και μια μακροπρόθεσμης νεοφιλελεύθερης τακτικής σημειώνω).
Όπως σημειώνει ο Χριστόφορος Βερναρδάκης:
Η σύγκλιση των κομμάτων διακυβέρνησης στις γενικές γραμμές που ορίζουν οι πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού και της αγοράς έχει μεταλλάξει καταρχήν τα ίδια τα κόμματα αυτά, έχοντάς τα μεταβάλλει σε ολοένα και πιο αποπολιτικοποιημένα και πολυσυλλεκτικά πολιτικά μορφώματα, αλλά και τη μορφή του μεταπολιτευτικού «προγραμματικού δικομματισμού» σε μια τυφλή αντιπαράθεση δύο ομάδων εξουσίας για τον έλεγχο της κρατικής διοίκησης και της πολιτικής διεύθυνσης, χωρίς διακριτό ιδεολογικό και κοινωνικό στόχο.
Πρόκειται δηλαδή για εξόχως αποπολιτικοποιημένα κόμματα που έχουν συγκροτηθεί πάνω στο μεταπολεμικό δίπολο δεξιά-αντιδεξιά, μετατρέποντας τις ιστορικές τους αναφορές σε target groups ψηφοφόρων-πελατών, έτοιμων πάντα να διαπραγματευτούν την ψήφο τους για μία έξτρα παροχή, για ένα ξεροκόμματο, για να χάσει ο επάρατος Άλλος. Επί της ουσίας δύο είναι οι πολιτικοί ρόλοι: το κόμμα της κυβέρνησης και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι θέσεις τους είναι περίπου οι ίδιες ανεξάρτητα από το ποιος παίζει αυτόν τον ρόλο, απλώς η ρητορική τους (στοχευμένη καθώς είναι σε διαφορετικά target groups με διακριτές ιστορικές αναφορές και προσδοκίες) παραλλάσσει, καθώς και η δυνητική δεξαμενή ψηφοφόρων, μέχρι τώρα. Η ιδέα ότι η μία από αυτές ομάδες εξουσίας μπορεί (ή ενδιαφέρεται καν) να συγκροτήσει οιουδήποτε είδους "κεντροαριστερά" που να μην είναι κακέκτυπο του Πρόντι και που να ενδιαφέρει ως πρακτική, προοπτική και περιεχόμενο τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ πχ, όταν οι συσχετισμοί είναι τύπου 40-3, είναι αστεία.
Τα δύο κόμματα προέκυψαν από σύγκλιση και συνένωση διακριτών μεταξύ τους συνιστωσών, μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες (που εκλείπουν πλέον), με μόνο κοινό στόχο την εξουσία, και με εργαλείο πολιτικής της πελατειακότητα και την παροχή.
Η Νέα Δημοκρατία περιέχει τρία διακριτά και ασύμβατα ιδεολογικά μεταξύ τους μέρη: Την βασιλική δεξιά και την ακροδεξιά, την Καραμανλική "λαϊκή δεξιά" (που αποτελεί και τον πυρήνα της) και την νεοφιλελεύθερη δεξιά. Αντίστοιχα το ΠΑΣΟΚ απαρτίζεται από τέσσερις ασύμβατες τάσεις: τον παραδοσιακό αντιδεξιό "κεντρώο χώρο", το "πατριωτικό ΠΑΣΟΚ", την "εκσυγχρονιστική" (σοσιαλφιλελεύθερη - νεοφιλελεύθερη) τάση (που κυβέρνησε την Ελλάδα επί Σημίτη, και την αριστερή τάση (που φυλλορροεί σταθερά πάντως εδώ και χρόνια).
Όλες αυτές οι συνιστώσες δεν έχουν πλέον λόγο συνύπαρξης, πέραν της εκλογικής νίκης. Ο διάλογος που κάνουν, μεσολαβούσης της διαφθοράς, της τυφλής αποδοχής κεντρικών οικονομικών επιλογών και της αποπολιτικοποίησής τους είναι κενός. Αφορά μόνο την νομή της εξουσίας. Κανένας από τους δύο οργανισμούς δεν έχει κανενός είδους όραμα για την χώρα. Είναι πλέον καιρός να αποδιαρθρωθούν και να κλονισθούν μαζί τους και οι παγιωμένες σχέσεις διαπλοκής με μεγαλοεργολάβους και κουμπάρους, μεγαλοτραπεζίτες και land developers. Η αναδιάρθρωση του πολιτικού σκηνικού είναι η μόνη ελπίδα, μερικής έστω, απαλλαγής από την διαφθορά και την αποδοχή της διαφθοράς που έχει κυριαρχήσει και στην κοινωνία και στο πολιτικό προσωπικό των δύο κομμάτων. Είναι η μοναδική ελπίδα επαναπολιτικοποίησης της πολιτικής στην Ελλάδα.
Από την Σαλάτα Εποχής
Σχόλια
Μπορώ να ανεβάσω ένα κομμάτι από το κείμενό σου; Με παραπομπή, φυσικά...
suspect: ποιο κράτος έχεις υπόψη σου;
sol: ΟΚ άσε να δούμε τι ξημερώνει και τα λέμε... Παρομοίως πολλά φιλιά
Ποιά είναι άραγε η θέση του για τον περιβόητο διαχωρισμό Εκκλησίας -Κράτους;;;;
ΕΠΕΙΔΗ ΔΗΛΑΔΗ ΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΑΡΝΟΥΝΤΑΙ ΤΗΝ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΘΑ ΠΡΕΠΕΟ ΝΑ ΤΟ ΡΙΧΝΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΣΤΟΥΣ ΚΩΣΤΑΓΙΩΡΓΑΚΗΔΕΣ.
ΑΣ ΜΗΝ ΓΙΝΕΙ ΚΑΜΜΙΑ ΦΟΡΑ ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΝΑ ΥΠΑΡΞΟΥΝ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ