ΟΚ, κοιτάχτε, εμένα τα αστεία με τα διαφημιστικά σλόγκαν δεν μου αρέσουν. Να το πω εξαρχής.
Ατελείωτα terrabit απόλυτα άχρηστης πληροφορίας, με σκοπό την προώθηση συχνά ανύπαρκτων πλέον προϊόντων έχουν κάνει κατάληψη στην περιορισμένη μνήμη του υγρού και όχι σκληρού μου δίσκου, από νεαρότατης ηλικίας: Από το «τι κουτί - κουτί» μέχρι την «μαμά μου την καλή που καθαρίζει με μπρουσλή», και από την «ίδια γεύση» μέχρι τα «φουτούνια» του Κλυν και τα διάφορα αστεία και μη σποτάκια, συνέχεια, το ένα πάνω στο άλλο, ο νους μου κουδουνίζει από τα προϊόντα καμπανιών μάρκετινγκ και διαφημιστικών εκστρατειών. Ακόμα: πολύ παιδικές υπερατλαντικές μνήμες φέρνουν ακόμα πιο αρχαία διαφημιστικά, μιας άλλης ηπείρου καταναλωτικής ευδαιμονίας μέσα στην σεβεντιά που την έδερνε... Όλα αυτά αυξάνονται, μεγεθύνονται και δημιουργούν ένα είδος γιγαντιαίας νησίδας νοητικών σκουπιδιών, ανάλογες με αυτές που περιπλανώνται στον Ειρηνικό: πεταμένα μιμίδια που δημιουργούν τις δικές τους αζωικές ζώνες μέσα στον εγκέφαλό μου, και ξεβράζονται στα Ενίουετοκ του ρημαγμένου συλλογικού φαντασιακού...
Δεν αρνούμαι ότι συχνά-πυκνά οι διαφημιστές με έκαναν και γέλαγα, αλλά – ειδικά από μια ηλικία και πέρα – ιδίως οι πιο καλοδουλεμένες και καλαίσθητες από τις τηλεοπτικές διαφημίσεις, μου προξενούσαν ένα ιδιαίτερο είδος απώθησης, σχεδόν μια ανησυχία: ένιωθα πως έβλεπα το έργο των σύγχρονων Λένι Ρίφενσταλ του καταναλωτισμού, ένα «Θρίαμβο της Θέλησης» αενάως προβαλόμενο σε μια ατέρμονη Reichsparteitag που προβάλλεται στις Νυρεμβέργες των τηλεοπτικών οθονών μας . Παράλληλα η εμμονική επανάληψη των ίδιων και των ίδιων μηνυμάτων, ενισχυμένη και ξαναπαιγμένη στον περίγυρό μας μέσα από την πάγκοινη οικειότητά τους, σε παγίδευε σε ένα είδος παλιλαλίας του πλήθους: όλο να πιλαλάνε το μυαλό σου τα ίδια τζινγκλ, τα ίδια λόγια, το ίδιο – ΟΧΙ ΠΙΑ ΑΣΤΕΙΟ ΓΑΜΟΤΟ – ανέκδοτο.
Οπότε το όρος της Πατάτας, δεν με ενδιαφέρει σαν τόπος εκτόπισης δυσαρέστων. Καμία αγγαρεία δεν θέλω να επιβάλω σε κανέναν (όχι τηλεοπτική αγγαρεία τουλάχιστον). Στην πραγματικότητα θέλω να απελευθερώσω τους αγγαρεμένους τηλεθεατές. Από την φυλακή του διαφημιστικού προτύπου, όπου εκτίουν όχι αγγαρεία αλλά (οικειοθελώς;) καταναγκαστικά έργα. Δεν έχω φυσικά τρόπο να το κάνω - προσωπικά. Αλλά έχω υπομονή. Το επιχειρηματικό μοντέλο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η τηλεοπτική Ελλάς: «ρίχνε τους διαφήμιση στην μάπα μέχρι να ξεχάσουν τι έβλεπαν», τρώει τα ψωμιά του σιγά-σιγά. Ελπίζω.
Αλλά από την έμμονη ηχώ των τζίνγκλ, και την ρίμα της ρεκλάμας είναι πλέον αργά για μας να ξεφύγουμε, ότι κι αν γίνει. Έτσι μένουν τα άπαντα των Ελλήνων διαφημιστών σαν ένα είδος άτυπης και ανεπιθύμητης τέχνης αναφοράς για γενεές ολόκληρες, δωρεάν υπόστρωμα της κοινής μας, πραγματικής εθνικής κουλτούρας...
Σχόλια