Φωτιά στο δάσος
Δασικές πυρκαγιές, Καλιφόρνια 2008 |
Την περασμένη εβδομάδα έγραφα για την Αθήνα και την δυναμική που οδήγησε σε μια πόλη που δεν αγαπούν οι κάτοικοί της. Έξω από το λεκανοπέδιο, η πόλη αυτή αυξάνει και εκτείνεται σαν κακοήθης όγκος απρογραμμάτιστα και αυθαίρετα σε περιοχές δασικές ή αγροτικές, επιτείνοντας το ατμοσφαιρικό της πρόβλημα και δημουργώντας νέες εστίες αυτοαποστροφής.
Η Αθήνα περιβάλλεται - ή μάλλον «περιβαλλόταν» για να είμαστε ακριβείς πλέον - από δάση και δασικές εκτάσεις. Την τελευταία τριακονταετία, η Αθήνα κάνει πόλεμο με τα δάση γύρω της και εξαφάνισε σχεδόν όλες τις δασικές εκτάσεις μέσα της - την ίδια στιγμή που τα θρηνεί γοερά.
Κάθε καλοκαίρι σχεδόν, κάποια μεγαλύτερη ή μικρότερη φωτιά θα γεμίσει καπνούς τον ουρανό της Αθήνας. Τα δάση σε όλη την Ελλάδα καίγονται (το 2007 δολοφονικότερα από ποτέ στην Ηλεία) αλλά στην Αθήνα η ζημιά είναι σχεδόν ετήσια, καίει ήδη καμμένες εκτάσεις, περιορίζει τους πνεύμονες πρασίνου και ρίχνει εκατοντάδες χιλιάδες Αθηναίους, ήδη στα πρόθυρα του οικολογικού πανικού, σε μια μορφή συλλογικής μανιοκατάθλιψης. Σε αναζήτηση υπευθύνων, πολίτες και πολιτική ηγεσία δείχνουν άλλοτε βολικούς, άλλοτε φανταστικούς, άλλοτε εύλογους ενόχους: Τον στρατηγό Άνεμο, τους πράκτορες (ντόπιους και ξένους), τους καταπατητές και τους εργολάβους, τους σκουπιδότοπους ή την παροιμιώδη αμέλεια των οδηγών καθώς πετούν τις γόπες τους από τα παράθυρα των αυτοκινήτων, την διάλυση, τις αδυναμίες και την υποστελέχωση της πυροσβεστικής κοκ.
Αναμφίβολα κάποια από όλα αυτά στέκουν - και κάποια στέκουν περισσότερο από τα άλλα. Στην Αττική δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο παράγοντας των αυθαιρέτων, της εκτός σχεδίου δόμησης, νόμιμης και παράνομης, τα συγχωροχάρτια και οι νομιμοποιήσεις, η αδυναμία να προχωρήσει το δημόσιο σε κατεδαφίσεις κτλ, έχουν συμβάλει τα μέγιστα στο διαρκές θερινό παρανάλωμα των Αττικών δασών. Παρομοίως ο μηχανισμός πυρόσβεσης και οι ανεπάρκειές του.
Αλλά μια στιγμή:
Το 2000 και το 2007 που υπάρχουν στοιχεία [pdf 5Mb], η φωτιά κατέκαψε ιδιαίτερα όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και την γειτονική Βουλγαρία, και την Αλβανία, καθώς και την Ιταλία και την Τουρκία. Την περίοδο που υπήρξε ύφεση των δασικών πυρκαγιών (που έτυχε να είναι και η περίοδος της προετοιμασίας και διεξαγωγής των Ολυμπιακών αγώνων) αυτή αφορούσε λίγο-πολύ όλη την Ανατολική Μεσόγειο. Δεν αρκεί λοιπόν η ερμηνεία της «κρατικής αδράνειας» ή της αυξημένης ετοιμότητας για να αιτιολογήσει τους κατακλυσμούς φωτιάς ή την σχετική απουσία της στα Ελληνικά δάση. Τουναντίον: το παρανάλωμα μέχρι και της Καλιφόρνιας, κάθε χρόνο, σε μια χώρα και μια πολιτεία με απόλυτη επάρκεια εξοπλισμού και απουσία «οικοπεδοφαγικών κινήτρων» - αλλά και παρόμοιο κλίμα με την Ελλάδα, θα πρέπει να μας κάνουν καχύποπτους σε ερμηνείες που αρκούνται στις τοπικές ιδιαιτερότητες.
Διότι, όπως και στο Λος Άντζελες και το Σαν Ντιέγκο, η δραματική έξαρση των δασικών πυρκαγιών στην Αττική και την Ελλάδα μετά το 1980 συνδέεται κυρίως με την ενσωμάτωση όλο και περισσότερων αγροτικών και δασικών περιοχών στον ιστό της πόλης, στην συνάντηση της προαστιακής επέκτασης με αστικά παρθένες περιοχές. Η ενσωμάτωση αυτή μέσα στα κλιματικά και φυσικά συμφραζόμενα της του τόπου έφερε τις αλλεπάλληλες καταστροφές. Η εξέλιξη αυτή δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά στον ένα ή τον άλλο βαθμό όλο τον δυτικό κόσμο και τις εύφλεκτες ζώνες του.
Στην Αθηναϊκή μεθόριο μετανάστευσαν άνθρωποι που δεν ζούσαν πλέον με το δάσος και μέσα στο δάσος, αλλά με φόντο το δάσος: άνθρωποι που ζούσαν το δάσος σαν πάρκο, άνθρωποι που δεν ήξεραν και δεν ήθελαν να μάθουν να μαζεύουν π.χ. τα ξερά χόρτα μέσα και γύρω από την αυλή τους. Μαζί τους έφεραν αστικές υποδομές οι οποίες μέσα σε ένα όλο και πιο εύφλεκτο περιβάλλον, αποτέλεσαν εστίες πυρός: χωματερές και δρόμους, 4x4 και μετασχηματιστές της ΔΕΗ κοκ. Οι υποδομές αυτές οδήγησαν στην αύξηση της ζήτησης για δασική γη εκείνη, που έδωσε επιπλέον κίνητρα για αυθαίρετα και καταπατήσεις, για εμπρηστές και εργολάβους.
Όλα αυτά ενώ παράλληλα η προαστιακή επέκταση εξαφάνιζε και τις ζώνες ασφαλείας για τα δάση που παρείχαν οι αγροτικές καλλιέργειες.
Στην πραγματικότητα λοιπόν η κρίσιμη εξέλιξη ήταν δημογραφική: η δημιουργία μιας εύπορης μεσαίας και ανώτερης εισοδηματικά τάξης. Αυτή στην Αθήνα επιτάθηκε από την αποστροφή των κατοίκων της για την πόλη, την ασφυκτική της ανεπάρκεια σε δημόσιο χώρο και την περιβαλλοντική της υποβάθμιση. Έτσι καταδικάστηκε, ελλείψει και πλαισίου ανάπτυξης της πόλης, το Πεντελικό όρος και ο Υμηττός, η Βούλα και ο Άγιος Στέφανος αρχικά, αλλά και σήμερα τα Καλύβια και τα Δερβενοχώρια, στην αέναη μάχη με τις φλόγες.
Δεν είναι, όπως είπαμε, ελληνικό μόνο το φαινόμενο. Συμβαίνει εκεί όπου οι κοινωνικές εξελίξεις συναντούν το κατάλληλο κλίμα και δημιουργούν μια «πολιτική οικονομία της φωτιάς» που τρέφει τις θερινές φλόγες. Για να περιοριστεί το φαινόμενο χρειάζεται μια συνολική ανατροπή της αντίληψης για την πόλη, την κατοικία και την σχέση με την φύση, που θα πρέπει να διαπεράσει το κοινωνικό σώμα ξεκινώντας και καταλήγοντας σε κεντρικές αποφάσεις για την ανάπτυξη της πόλης και την σχέση της με το φυσικό περιβάλλον.
Δεν υπάρχουν δηλαδή εύκολες λύσεις.
Σχόλια