«Γεια σου Νταβέλη αρχιληστή»: Ζορο, Ρομπέν και λήσταρχοι
Jesse James was a lad that killed many a man,
He robbed the Danville train,
He stole from the rich and he gave to the poor,
He'd a hand and a heart and a brain
«The ballad of Jesse James», παραδοσιακό τραγούδι των ΗΠΑ, τέλη 19ου αιώνα
Στην τυπολογία των λαϊκών ηρώων, μαζί με τον «Ρομπέν των Δασών», τον καλό ληστή που κλέβει από τους πλούσιους και ενισχύει τους φτωχούς – τον παράνομο λαϊκό «Υπουργό Οικονομικών», υπάρχει ακόμα και ο «Ζορρό», ο μασκοφόρος εκδικητής, παράνομος «Υπουργός Δικαιοσύνης» μαζί και «Αστυνομία». Πρόκειται για διαφορετικές τυπολογίες που στην πραγματικότητα συνδυάζονται συχνά στα ίδια πρόσωπα. Συνήθως τα πρόσωπα αυτά υπήρξαν ιστορικά απλά ληστές (ανάλογες αναφορές γίνονταν π.χ. στον λήσταρχο Νταβέλη στα μέσα του 19ου αιώνα), των οποίων οι επιτυχίες εναντίον των αρχόντων προκάλεσαν την συμπάθεια (συχνά ανάμικτη με τον φόβο) των απλών κατοίκων, των υπηκόων, των χωρικών. Ο προσωπικός τους πλουτισμός ποτέ δεν μέτρησε εναντίον τους στο λαϊκό αίσθημα.
Ο μύθος είναι παγκόσμιος, και αποκτά διαφορετικά πρόσωπα: ο Σικελός λήσταρχος Τζουλιάνο, πρώτα λαϊκός ήρωας, Ρομπέν και Ζορρό ταυτόχρονα, πριν καταλήξει μαζικός πολιτικός δολοφόνος την δεκαετία του 1940. Σικελός αυτονομιστής, με εμφάνιση ζεν πρεμιέ του Χόλυγουντ, αποτελούσε για καιρό φόβο των γαιοκτημόνων και τον «πρωταθλητή» των χωρικών. Μετά ήρθαν οι παρτιζάνοι βέβαια και η απρόκλητη σφαγή τους και ο μύθος έσκασε μέσα στον χαλασμό της ιστορίας.
Δείτε την Ινδία: τον λήσταρχο Θόκια, βίο παράλληλο σε κάποιες λεπτομέρειές του με τον «δικό μας» Γιαγκούλα, 80 χρόνια μετά και μισή υφήλιο πιο πέρα: ο θρύλος και για τους δύο λέει πως βγήκαν στην παρανομία επειδή εκδικήθηκαν τον βιασμό ή την ατίμωση θηλυκού μέλους της οικογένειάς τους, και οι δύο λατρευόταν από τους ντόπιους χωρικούς αλλά όχι από τους γαιοκτήμονες, και οι δύο υπέγραφαν σαν βασιλείς: ο Γιαγκούλας ήταν ο «Βασιλιάς των Ορέων» και ο Θόκια «Βασιλιάς των Ληστών». Αλλά και την «Βασίλισσα των ληστών» της Ινδίας, την λησταρχίνα Πουλάν Ντεβί, που έπαιξε ρόλο εκδικήτριας της κάστας και του φύλου της πριν δολοφονηθεί από συγγενείς θυμάτων της το 2001, σε ηλικία 38 ετών.
Στις ΗΠΑ υπάρχει ο Τζέσι Τζέιμς, ο Αμερικανός ληστής του 19ου αιώνα, που βοηθούσε τους φτωχούς νότιους χωρικούς και εκδικούταν την ήττα και την ταπείνωση του Αμερικάνικου Νότου από τους Βόρειους εκ μέρους τους. Ο Μπάι Λάνγκ, λήσταρχος στην Κίνα στις αρχές του 20ου αιώνα, βασίστηκε σε αυτήν την έμμεση αναδιανομή πλούτου, την φροντίδα των φτωχών και την επίθεση εναντίον των πλουσίων για την ανοχή και την υποστήριξη των ανταρτών του. Παντού στον κόσμο φαίνεται πως υπάρχουν αυτές οι φιγούρες, στην μία ή την άλλη μορφή: ο λήσταρχος που έγινε σύμβολο για τους κατατρεγμένους, ο τιμωρός, ο σωτήρας σε κάποιες περιπτώσεις.
Ο μεγάλος Βρετανός Ιστορικός Έρικ Χόμπσμπομ, περιγράφει όλες αυτές τις παράλληλες προσωπικότητες, τύπου Ρομπέν των Δασών, που ρίζωναν και ριζώνουν σε αγροτικές κυρίως κοινωνίες, ως «κοινωνικούς ληστές» που αντικατοπτρίζουν «την γενικευμένη επιθυμία για ελευθερία, ηρωισμό και το όνειρο της δικαιοσύνης» μεταξύ των φτωχών και συμβολίζει την επιθυμία τους για την ανάδειξη τολμηρών υπερασπιστών «των αδυνάτων, των καταπιεσμένων και των αδικημένων».
Πέρα από τους ληστές: Οι ιδεολόγοι αναδιανεμητές
Η αγροτική εμπειρία δεν μεταφέρεται όμως εύκολα στην πόλη. Ακόμα και το υπόδειγμα σύγχρονου Έλληνα ληστή-ρομπέν, ο Νίκος Παλαιοκώστας, είχε λημέρια στην Κεντρική Ελλάδα και υποστήριξη από τοπικό αγροτικό και ημιαστικό πληθυσμό. Οι νέοι Έλληνες ληστές των πόλεων περιβάλλονται συχνά από ένα είδος «φιλολαϊκής αύρας», αλλά πολύ απέχουν από την κατοχύρωση μιας εικόνας υπερμάχων των φτωχών.
Η πολιτική «ληστεία» ή η παραδειγματική τιμωρία πάλι, η στοχευμένη και με άμεσους προπαγανδιστικούς σκοπούς, δεν μοιράζει αναγκαστικά λεφτά σε κανέναν πέρα από την οργάνωση. Το πώς έχει λειτουργήσει αυτό το σχήμα στην Ελλάδα το είδαμε. Δεν προκάλεσε μαζικές μεταστροφές και όπως φάνηκε στο τέλος του φαινομένου, έγινε αντιληπτό από πολλούς ως θέαμα και όχι ως πολιτική πράξη.
Αντίθετα, εκδηλώσεις όπως αυτές των «Ρομπέν των Σουπερμάρκετ» αν και έχουν προφανή αναφορά σε μια (εξιδανικευμένη πάντως) «κοινωνική ληστεία», και στόχο σε κυριολεκτικό επίπεδο να «κλέψουν από τους πλούσιους για να δώσουν στους φτωχούς», είναι ουσιαστικά διαφορετικά φαινόμενα: Πρόκειται για συνειδητή συμβολική πράξη της οποίας η μικρή κλίμακα σε πραγματικό επίπεδο, συνοδεύεται από μεγάλη επικοινωνιακή εμβέλεια. Η πράξη φέρνει και την ελπίδα, εικάζει κανείς, της έμπρακτης προπαγάνδας: «απαλλοτριώστε και εσείς». Οι νεαροί και νεαρές εισβολείς των σουπερμάρκετ δεν έχουν σαν στόχο να είναι ακριβώς Ρομπέν των Δασών: δεν θέλουν να δρουν σαν «ήρωες της εργατικής τάξης» μάλλον, αλλά ως ζωντανή παρότρυνση για την γενίκευση της απαλλοτρίωσης.
Προφανώς δεν πετυχαίνουν και πολλά πράγματα στο άμεσα ακτιβιστικό επίπεδο. Είναι μάλιστα και αμφίβολο αν η αποδοχή της «κλοπής για τους φτωχούς» οδηγεί σε γενικότερη αποδοχή των πρακτικών του χώρου. Κατορθώνουν όμως να προκαλέσουν μια αμήχανη και δύσκολη συζήτηση παντού: αμφισβητείται εξ αφορμής των επιδρομών στα σουπερμάρκετ ανοιχτά, έστω και στα λόγια, η απόλυτη ιερότητα της ιδιοκτησίας, η προτεραιότητα του εμπορίου. Από την σκοπιά αυτή οι μετα-Ρομπέν των Αθηνών, ενδέχεται να επιτυγχάνουν περισσότερα μεν, αλλά ίσως άλλα από όσα υπολόγιζαν.
Από τις λαϊκές αγορές των Αθηνών στο Σέργουντ Φόρεστ λοιπόν, φαίνεται πως ο κόσμος δεν ανέχεται ηθικά την ακραία ανισότητα, σε κανένα περιβάλλον. Όποιος την απαλύνει, έστω και συμβολικά, συμπλέει εντέλει με το λαϊκό περί δικαίου αίσθημα.
Σχόλια