Μήνυμα από την Βαγδάτη
H Riverbend, η Ιρακινή από την Βαγδάτη που διατηρεί το ιστολόγιο "Baghdad Burning", έγραψε τις προάλλες μια δικαίως οργισμένη και δυνατή άπάντηση σε διάφορους υπερπατριώτες αμερικάνους που της έστελναν e-mail για να της υποδείξουν πόσο ευχαριστημένη θα πρέπει να είναι που έχουν έρθει οι στρατιώτες τους εκεί και τους απελευθερώνουν... Επικοινώνησα μαζί της και μου έδωσε την άδεια να μεταφράσω το κείμενό της και να το αναρτήσω εδώ. Ακολουθεί η μετάφραση:
Το’χεις ξεχάσει;
Η 11η Σεπτεμβρίου ήταν μια τραγωδία... Όχι γιατί σκοτώθηκαν 3000 Αμερικάνοι... αλλά γιατί σκοτώθηκαν 3000 άνθρωποι. Διάβαζα για τις ηχογραφημένες τηλεφωνικές συνομιλίες των θυμάτων και των οικογενειών τους στις 11 Σεπτεμβρίου. Μου φάνηκε... φριχτό, και επίκαιρο στην εντέλεια. Τώρα που ο κόσμος αρχίζει να αμφισβητεί τα αποτελέσματα και τα κίνητρα πίσω από την κατοχή, βομβαρδίζεται με τις υπενθυμίσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Το ότι το Ιράκ δεν είχε σχέση με αυτήν δεν έχει σημασία...
Λαμβάνω συνέχεια ηλεκτρονικά μηνύματα που μου υπενθυμίζουν την τραγωδία της 11ης Σεπτεμβρίου και που μου λένε πως οι Άραβες τα ήθελαν και τα έπαθαν. Αυτό άσχετα από το γεγονός ότι υπεύθυνο για την επίθεση είχε αρχικά θεωρηθεί το Αφγανιστάν (όπου, για να μαθαίνετε, δεν ζουν Άραβες).
Μου υπενθυμίζουν συνεχώς τις 3.000 των Αμερικάνων που σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα... και μου ζητάνε να ξεχάσω τις 8.000 των ανάξιων Ιρακινών που χάσαμε από βλήματα, τανκ και όπλα.
Διάφοροι εντυπωσιάζονται που δεν είμαστε στους δρόμους, να ραίνουμε τα τερατώδη χακί τανκ με ρόδα και γιασεμιά. Εκπλήσσονται που δεν στεφανώνουμε τα σκληρά, άσχημα κράνη των στρατιωτών τους με στεφάνια δάφνης. Αμφισβητούν το γιατί θρηνούμε τους νεκρούς μας αντί να τους προσφέρουμε θυσία στους Θεούς της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας. Αναρωτιούνται γιατί είμαστε μνησίκακοι.
Αλλά εγώ δεν έχω ξεχάσει...
Θυμάμαι την 13η Φεβρουαρίου 1991. Θυμάμαι τα βλήματα που έπεσαν στο καταφύγιο Αλ-Αμρίγια – ένα πολιτικό καταφύγιο βομβαρδισμών, σε μια περιοχή κατοικίας της Βαγδάτης. Βόμβες τόσο προχωρημένες, που η πρώτη έσκαψε ως την καρδιά του καταφυγίου και η δεύτερη έσκασε μέσα. Το καταφύγιο ήταν γεμάτο γυναικόπαιδα – στα αγόρια άνω των 15 ετών δεν επιτρεπόταν η είσοδος. Θυμάμαι να παρακολουθώ σκηνές από τρομοκρατημένους ανθρώπους που γαντζωνόταν στον φράχτη, γύρναγαν γύρω από το καταφύγιο, έκλαιγαν, ούρλιαζαν, ικέτευαν να μάθουν τι είχε συμβεί σε κάποια κόρη, σε κάποια μητέρα, σε κάποιον γιο, σε κάποια οικογένεια που έψαχνε για προστασία μέσα στους τοίχους του καταφυγίου.
Θυμάμαι να τους παρακολουθώ να σέρνουν έξω πτώματα τόσο καμένα που δεν μπορούσες να διακρίνεις ότι ήταν ανθρώπινα. Θυμάμαι πανικόβλητους ανθρώπους να τρέχουν από πτώμα σε πτώμα προσπαθώντας να αναγνωρίσουν κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο... Θυμάμαι που έβλεπα Ιρακινούς εθελοντές, να καθαρίζουν το καταφύγιο και να λιποθυμούν με τις ανυπόφορες σκηνές που έβλεπαν μέσα. Θυμάμαι που, μετά, ολόκληρη η περιοχή βρωμούσε καμένη σάρκα για πολλές εβδομάδες.
Θυμάμαι να επισκέπτομαι το καταφύγιο μετά από χρόνια για τιμήσω την μνήμη των 400 και πλέον ατόμων που πέθαναν έναν θάνατο φριχτό στις μικρές ώρες του πρωινού και να βλέπω τα σκιώδη περιγράμματα των ανθρώπων να είναι καμένα πάνω στους τοίχους και τα ταβάνια.
Θυμάμαι έναν οικογενειακό φίλο που έχασε την γυναίκα του, την πεντάχρονη κόρη του, τον δίχρονο γιο του και το μυαλό του στις 13 Φεβρουαρίου.
Θυμάμαι την ημέρα που το Πεντάγωνο, μετά από πολλές δικαιολογίες, ισχυρίστηκε ότι επρόκειτο περί «λάθους».
Θυμάμαι 13 χρόνια κυρώσεων, που τις υποστήριζαν σθεναρά οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία, στο όνομα των όπλων μαζικής καταστροφής που κανείς ποτέ δεν βρήκε. Κυρώσεις τόσο άκαμπτες, που για βασικές ανάγκες όπως τα φάρμακα είχαμε λίστες αναμονής για μήνες και μήνες, πριν τελικά μας τα αρνηθούν. Θυμάμαι πως αναγκαία χημικά όπως η χλωρίνη, απαραίτητη για την απολύμανση του νερού, τα περνούσαν από εξονυχιστικό έλεγχο και τα καθυστερούσαν σε βάρος εκατομμυρίων ανθρώπων.
Θυμάμαι που ζητούσα από τα μέλη των ανθρωπιστικών αποστολών και τους ακτιβιστές που μας επισκέπτονταν να «φέρουν, παρακαλώ, κανένα βιβλίο» γιατί οι εκδοτικοί οίκοι αρνιόνταν να πουλήσουν επιστημονικά βιβλία και περιοδικά στο Ιράκ. Θυμάμαι που έπρεπε να μοιραστώ βιβλία με άλλους φοιτητές στο Πανεπιστήμιο, σε μια προσπάθεια να μεγιστοποιήσουμε τις περιορισμένες μας πηγές.
Θυμάμαι αποστεωμένα κορμάκια σε τεράστια κρεβάτια νοσοκομείου – να πεθαίνουν από πείνα και από αρρώστια – από αρρώστιες που εύκολα θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από φάρμακα που απαγορεύονταν. Θυμάμαι ασθενείς με τεταμένα πρόσωπα να κοιτάζουν εναγωνίως στα μάτια των γιατρών ψάχνοντας για ένα θαύμα.
Θυμάμαι το απεμπλουτισμένο Ουράνιο. Πόσοι από εσάς έχετε ακούσει για το απεμπλουτισμένο ουράνιο; Είναι μια φράση καθημερινή για τον λαό του Ιράκ. Τα όπλα απεμπλουτισμένου ουρανίου που χρησιμοποιήθηκαν το 1991 (και πιθανόν και την φορά αυτή επίσης) έχουν προκαλέσει την καταστροφή του περιβάλλοντος και μια αστρονομική αύξηση της συχνότητας εμφάνισης καρκίνων στο Ιράκ. Θυμάμαι να έχω δει μωρά γεννημένα με ένα μόνο μάτι, τρία πόδια ή χωρίς πρόσωπο – αποτέλεσμα της δηλητηρίασης από απεμπλουτισμένο ουράνιο.
Θυμάμαι τους δεκάδες νεκρούς στις «ζώνες απαγόρευσης πτήσεων», που βομβαρδίστηκαν από Βρετανικά και Αμερικάνικα αεροπλάνα που ισχυρίζονταν ότι «προστάτευαν» το νότιο και το βόρειο Ιράκ. Θυμάμαι την μητέρα, που ζούσε στα περίχωρα της Μοσούλης, που έχασε τον άντρα και τα πέντε παιδιά της όταν ένα Αμερικάνικο αεροπλάνο βομβάρδισε τον πατέρα και τα παιδιά του στην μέση μιας πεδιάδας ενώ έβοσκε πρόβατα.
Και πρέπει να πιστέψουμε ότι όλα αυτά έγιναν για το καλό του λαού μας.
Έχεις ξεχάσει πως ένοιωσες την μέρα εκείνη
Να βλέπεις την πατρίδα σου να δέχεται επίθεση
Και τον λαό της να ανατινάσσεται;
Όχι δεν έχουμε ξεχάσει – τα τανκ είναι εδώ για να μας το θυμίζουν.
Ένας φίλος της Ε. Που ζει στην Αμιρίγια, μας έλεγε για έναν Αμερικάνο στρατιώτη με τον οποίο μιλούσε στην περιοχή. Ο φίλος της Ε. έδειξε προς το καταφύγιο και του είπε για την θηριωδία που συνέβη το 1991. Ο στρατιώτης της απάντησε λέγοντας «μην κατηγορείς εμένα – ήμουν μονάχα 9!» Και εγώ ήμουν μονάχα 11.
Η αμερικάνικη μνήμη μακράς διαρκείας αφορά αποκλειστικά τα αμερικάνικα τραύματα. Ο υπόλοιπος κόσμος θα πρέπει απλά να «θάψει το παρελθόν», «να βλέπει μπροστά», να «είναι πραγματιστής» και «να το ξεπεράσει».
Κάποιος με ρώτησε αν ήταν αλήθεια πως «ο Ιρακινός λαός χόρευε στους δρόμους της Βαγδάτης» όταν έπεσε το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου. Φυσικά και είναι ψέμα. Κοίταζα την οθόνη της τηλεόρασης χωρίς να μπορώ να πιστέψω αυτό που συνέβαινε – κοιτάζοντας τις αντιδράσεις του τρομοκρατημένου κόσμου. Δεν χόρευα γιατί τα τρομοκρατημένα πρόσωπα στην οθόνη, θα μπορούσαν να είναι τα ίδια πρόσωπα μπροστά στο καταφύγιο Αμιρίγια στις 13 Φεβρουαρίου... είναι παράξενο το πώς ο τρόμος εξαφανίζει τις εθνικές διαφορές – όλα τα πρόσωπα μοιάζουν τα ίδια όταν παρακολουθούν τον θάνατο των αγαπημένων τους.
Το’χεις ξεχάσει;
Η 11η Σεπτεμβρίου ήταν μια τραγωδία... Όχι γιατί σκοτώθηκαν 3000 Αμερικάνοι... αλλά γιατί σκοτώθηκαν 3000 άνθρωποι. Διάβαζα για τις ηχογραφημένες τηλεφωνικές συνομιλίες των θυμάτων και των οικογενειών τους στις 11 Σεπτεμβρίου. Μου φάνηκε... φριχτό, και επίκαιρο στην εντέλεια. Τώρα που ο κόσμος αρχίζει να αμφισβητεί τα αποτελέσματα και τα κίνητρα πίσω από την κατοχή, βομβαρδίζεται με τις υπενθυμίσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Το ότι το Ιράκ δεν είχε σχέση με αυτήν δεν έχει σημασία...
Λαμβάνω συνέχεια ηλεκτρονικά μηνύματα που μου υπενθυμίζουν την τραγωδία της 11ης Σεπτεμβρίου και που μου λένε πως οι Άραβες τα ήθελαν και τα έπαθαν. Αυτό άσχετα από το γεγονός ότι υπεύθυνο για την επίθεση είχε αρχικά θεωρηθεί το Αφγανιστάν (όπου, για να μαθαίνετε, δεν ζουν Άραβες).
Μου υπενθυμίζουν συνεχώς τις 3.000 των Αμερικάνων που σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα... και μου ζητάνε να ξεχάσω τις 8.000 των ανάξιων Ιρακινών που χάσαμε από βλήματα, τανκ και όπλα.
Διάφοροι εντυπωσιάζονται που δεν είμαστε στους δρόμους, να ραίνουμε τα τερατώδη χακί τανκ με ρόδα και γιασεμιά. Εκπλήσσονται που δεν στεφανώνουμε τα σκληρά, άσχημα κράνη των στρατιωτών τους με στεφάνια δάφνης. Αμφισβητούν το γιατί θρηνούμε τους νεκρούς μας αντί να τους προσφέρουμε θυσία στους Θεούς της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας. Αναρωτιούνται γιατί είμαστε μνησίκακοι.
Αλλά εγώ δεν έχω ξεχάσει...
Θυμάμαι την 13η Φεβρουαρίου 1991. Θυμάμαι τα βλήματα που έπεσαν στο καταφύγιο Αλ-Αμρίγια – ένα πολιτικό καταφύγιο βομβαρδισμών, σε μια περιοχή κατοικίας της Βαγδάτης. Βόμβες τόσο προχωρημένες, που η πρώτη έσκαψε ως την καρδιά του καταφυγίου και η δεύτερη έσκασε μέσα. Το καταφύγιο ήταν γεμάτο γυναικόπαιδα – στα αγόρια άνω των 15 ετών δεν επιτρεπόταν η είσοδος. Θυμάμαι να παρακολουθώ σκηνές από τρομοκρατημένους ανθρώπους που γαντζωνόταν στον φράχτη, γύρναγαν γύρω από το καταφύγιο, έκλαιγαν, ούρλιαζαν, ικέτευαν να μάθουν τι είχε συμβεί σε κάποια κόρη, σε κάποια μητέρα, σε κάποιον γιο, σε κάποια οικογένεια που έψαχνε για προστασία μέσα στους τοίχους του καταφυγίου.
Θυμάμαι να τους παρακολουθώ να σέρνουν έξω πτώματα τόσο καμένα που δεν μπορούσες να διακρίνεις ότι ήταν ανθρώπινα. Θυμάμαι πανικόβλητους ανθρώπους να τρέχουν από πτώμα σε πτώμα προσπαθώντας να αναγνωρίσουν κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο... Θυμάμαι που έβλεπα Ιρακινούς εθελοντές, να καθαρίζουν το καταφύγιο και να λιποθυμούν με τις ανυπόφορες σκηνές που έβλεπαν μέσα. Θυμάμαι που, μετά, ολόκληρη η περιοχή βρωμούσε καμένη σάρκα για πολλές εβδομάδες.
Θυμάμαι να επισκέπτομαι το καταφύγιο μετά από χρόνια για τιμήσω την μνήμη των 400 και πλέον ατόμων που πέθαναν έναν θάνατο φριχτό στις μικρές ώρες του πρωινού και να βλέπω τα σκιώδη περιγράμματα των ανθρώπων να είναι καμένα πάνω στους τοίχους και τα ταβάνια.
Θυμάμαι έναν οικογενειακό φίλο που έχασε την γυναίκα του, την πεντάχρονη κόρη του, τον δίχρονο γιο του και το μυαλό του στις 13 Φεβρουαρίου.
Θυμάμαι την ημέρα που το Πεντάγωνο, μετά από πολλές δικαιολογίες, ισχυρίστηκε ότι επρόκειτο περί «λάθους».
Θυμάμαι 13 χρόνια κυρώσεων, που τις υποστήριζαν σθεναρά οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία, στο όνομα των όπλων μαζικής καταστροφής που κανείς ποτέ δεν βρήκε. Κυρώσεις τόσο άκαμπτες, που για βασικές ανάγκες όπως τα φάρμακα είχαμε λίστες αναμονής για μήνες και μήνες, πριν τελικά μας τα αρνηθούν. Θυμάμαι πως αναγκαία χημικά όπως η χλωρίνη, απαραίτητη για την απολύμανση του νερού, τα περνούσαν από εξονυχιστικό έλεγχο και τα καθυστερούσαν σε βάρος εκατομμυρίων ανθρώπων.
Θυμάμαι που ζητούσα από τα μέλη των ανθρωπιστικών αποστολών και τους ακτιβιστές που μας επισκέπτονταν να «φέρουν, παρακαλώ, κανένα βιβλίο» γιατί οι εκδοτικοί οίκοι αρνιόνταν να πουλήσουν επιστημονικά βιβλία και περιοδικά στο Ιράκ. Θυμάμαι που έπρεπε να μοιραστώ βιβλία με άλλους φοιτητές στο Πανεπιστήμιο, σε μια προσπάθεια να μεγιστοποιήσουμε τις περιορισμένες μας πηγές.
Θυμάμαι αποστεωμένα κορμάκια σε τεράστια κρεβάτια νοσοκομείου – να πεθαίνουν από πείνα και από αρρώστια – από αρρώστιες που εύκολα θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από φάρμακα που απαγορεύονταν. Θυμάμαι ασθενείς με τεταμένα πρόσωπα να κοιτάζουν εναγωνίως στα μάτια των γιατρών ψάχνοντας για ένα θαύμα.
Θυμάμαι το απεμπλουτισμένο Ουράνιο. Πόσοι από εσάς έχετε ακούσει για το απεμπλουτισμένο ουράνιο; Είναι μια φράση καθημερινή για τον λαό του Ιράκ. Τα όπλα απεμπλουτισμένου ουρανίου που χρησιμοποιήθηκαν το 1991 (και πιθανόν και την φορά αυτή επίσης) έχουν προκαλέσει την καταστροφή του περιβάλλοντος και μια αστρονομική αύξηση της συχνότητας εμφάνισης καρκίνων στο Ιράκ. Θυμάμαι να έχω δει μωρά γεννημένα με ένα μόνο μάτι, τρία πόδια ή χωρίς πρόσωπο – αποτέλεσμα της δηλητηρίασης από απεμπλουτισμένο ουράνιο.
Θυμάμαι τους δεκάδες νεκρούς στις «ζώνες απαγόρευσης πτήσεων», που βομβαρδίστηκαν από Βρετανικά και Αμερικάνικα αεροπλάνα που ισχυρίζονταν ότι «προστάτευαν» το νότιο και το βόρειο Ιράκ. Θυμάμαι την μητέρα, που ζούσε στα περίχωρα της Μοσούλης, που έχασε τον άντρα και τα πέντε παιδιά της όταν ένα Αμερικάνικο αεροπλάνο βομβάρδισε τον πατέρα και τα παιδιά του στην μέση μιας πεδιάδας ενώ έβοσκε πρόβατα.
Και πρέπει να πιστέψουμε ότι όλα αυτά έγιναν για το καλό του λαού μας.
Έχεις ξεχάσει πως ένοιωσες την μέρα εκείνη
Να βλέπεις την πατρίδα σου να δέχεται επίθεση
Και τον λαό της να ανατινάσσεται;
Όχι δεν έχουμε ξεχάσει – τα τανκ είναι εδώ για να μας το θυμίζουν.
Ένας φίλος της Ε. Που ζει στην Αμιρίγια, μας έλεγε για έναν Αμερικάνο στρατιώτη με τον οποίο μιλούσε στην περιοχή. Ο φίλος της Ε. έδειξε προς το καταφύγιο και του είπε για την θηριωδία που συνέβη το 1991. Ο στρατιώτης της απάντησε λέγοντας «μην κατηγορείς εμένα – ήμουν μονάχα 9!» Και εγώ ήμουν μονάχα 11.
Η αμερικάνικη μνήμη μακράς διαρκείας αφορά αποκλειστικά τα αμερικάνικα τραύματα. Ο υπόλοιπος κόσμος θα πρέπει απλά να «θάψει το παρελθόν», «να βλέπει μπροστά», να «είναι πραγματιστής» και «να το ξεπεράσει».
Κάποιος με ρώτησε αν ήταν αλήθεια πως «ο Ιρακινός λαός χόρευε στους δρόμους της Βαγδάτης» όταν έπεσε το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου. Φυσικά και είναι ψέμα. Κοίταζα την οθόνη της τηλεόρασης χωρίς να μπορώ να πιστέψω αυτό που συνέβαινε – κοιτάζοντας τις αντιδράσεις του τρομοκρατημένου κόσμου. Δεν χόρευα γιατί τα τρομοκρατημένα πρόσωπα στην οθόνη, θα μπορούσαν να είναι τα ίδια πρόσωπα μπροστά στο καταφύγιο Αμιρίγια στις 13 Φεβρουαρίου... είναι παράξενο το πώς ο τρόμος εξαφανίζει τις εθνικές διαφορές – όλα τα πρόσωπα μοιάζουν τα ίδια όταν παρακολουθούν τον θάνατο των αγαπημένων τους.
Σχόλια