Πολιτικές όψεις της πλήρους απασχόλησης | του Michał Kalecki (1943)

Ο Michał Kalecki το έγραψε αυτό σε μια εποχή που κάποια πράγματα ήταν πρόσφατα απαξιωμένα και όλοι γνώριζαν πού βγάζουν. Τα μεταφέρω εδώ μεταφρασμένα από το πρωτότυπο Political Aspects of Full Employment, σε προσδοκία της εποχής που κάποια πράγματα θα είναι και πάλι απαξιωμένα χωρίς να χρειαστεί να γνωρίσουμε από κοντά την φρικαλεότητα της κατάληξής τους - και που θα γιορτάζουμε συλλογικά την απελευθέρωσή μας από τις μυθολογίες της αγοράς... Η μετάφραση είναι δική μου και οι διορθώσεις και οι επιπλήξεις ευπρόσδεκτες [Προσοχή, μακροσκελές κείμενο!]

I

1. Η μεγάλη πλειονότητα των οικονομολόγων υποστηρίζουν πλέον την άποψη πως, ακόμα και σε ένα καπιταλιστικό σύστημα, η πλήρης απασχόληση μπορεί να διασφαλιστεί μέσω κάποιου προγράμματος κρατικών δαπανών, αρκεί να υπάρχει ένα ικανό σχέδιο για την απασχόληση ολόκληρου του υπάρχοντος εργατικού δυναμικού, και αρκεί να είναι δυνατή η εξασφάλιση επαρκών ποσοτήτων  αναγκαίων πρώτων υλών από το εξωτερικό σε αντάλλαγμα των εξαγωγών.
Αν η κυβέρνηση αναλάβει δημόσιες επενδύσεις (π.χ. κτίσει σχολεία, νοσοκομεία και αυτοκινητοδρόμους) ή επιδοτήσει την μαζική κατανάλωση (μέσω οικογενειακών επιδομάτων, μείωσης της έμμεσης φορολόγησης ή με επιχορηγήσεις για να κρατηθούν χαμηλά οι τιμές των αναγκαίων αγαθών) και αν επιπλέον, η δαπάνη αυτή χρηματοδοτηθεί από δανεισμό και όχι από φορολόγηση (που θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις ιδιωτικές επενδύσεις και την κατανάλωση), η ενεργός ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες μπορεί να αυξηθεί μέχρι του σημείου στο οποίο επιτυγχάνεται η πλήρης απασχόληση. Μια τέτοια κρατική δαπάνη αυξάνει την απασχόληση αλλά, αξίζει να επισημάνει κανείς, όχι μόνο άμεσα αλλά και έμμεσα, μια και τα υψηλότερα εισοδήματα στα οποία οδηγεί έχουν σαν μια αποτέλεσμα μια δευτερογενή αύξηση στη ζήτηση για καταναλωτικά και επενδυτικά αγαθά.
2. Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί πού θα βρουν οι πολίτες τα χρήματα για να δανείσουν την κυβέρνηση αν οι ίδιοι δεν περιορίσουν τις επενδύσεις και την κατανάλωσή τους. Για την καλύτερη κατανόηση αυτής της διαδικασίας ας φανταστούμε προς στιγμήν πως η κυβέρνηση πληρώνει τους προμηθευτές της με χρεόγραφα του δημοσίου. Οι προμηθευτές γενικά δεν θα κρατήσουν τα χρεόγραφα αυτά, αλλά θα τα κυκλοφορήσουν, αγοράζοντας άλλα αγαθά και υπηρεσίες κ.ο.κ. μέχρι τέλος τα χρεόγραφα αυτά να φτάσουν σε άτομα ή εταιρείες που θα τα κρατήσουν ως περιουσία που αποδίδει τόκο. Ανά πάσα στιγμή η συνολική αύξηση των κρατικών χρεογράφων που θα βρίσκονται στην κατοχή (προσωρινή ή τελική) ατόμων και εταιρειών θα είναι ίση με τα αγαθά και τις υπηρεσίες που θα έχουν πωληθεί στο κράτος. Έτσι λοιπόν, εκείνο που δανείζει η οικονομία στην κυβέρνηση είναι αγαθά και υπηρεσίες των οποίων την παραγωγή «χρηματοδοτούν» τα κρατικά χρεόγραφα. Στην πραγματικότητα το κράτος πληρώνει για τις υπηρεσίες αυτές, όχι σε χρεόγραφα αλλά σε ρευστό, αλλά εκδίδει ταυτόχρονα χρεόγραφα και έτσι αντλεί χρήματα από έξω· οπότε όλο αυτό είναι ισοδύναμο με την φανταστική διαδικασία που περιγράφουμε παραπάνω.

Τι συμβαίνει όμως, αν το κοινό δεν έχει διάθεση να απορροφήσει όλη την αύξηση των κρατικών χρεογράφων; Σε αυτή την περίπτωση θα προσφερθούν τελικά στις τράπεζες για να αποκτηθεί σε αντάλλαγμα ρευστό (χαρτονομίσματα ή καταθέσεις). Αν οι τράπεζες αποδεχτούν την προσφορά αυτή, θα διατηρηθεί σταθερό το επιτόκιο. Αν όχι, οι τιμές των χρεογράφων θα πέσουν, κάτι που σημαίνει αύξηση επιτοκίου, και αυτό θα ενθαρρύνει το κοινό να διατηρεί περισσότερα χρεόγραφα συγκριτικά με τις καταθέσεις. Έπεται από αυτό πως το επιτόκιο εξαρτάται από την τραπεζική πολιτική, ειδικά εκείνη της κεντρικής τράπεζας. Αν στόχος της πολιτικής αυτής είναι η διατήρηση του επιτοκίου σε ένα ορισμένο ύψος, αυτό μπορεί να επιτευχθεί εύκολα, όσο μεγάλος και να είναι ο κρατικός δανεισμός. Αυτή ήταν και παραμένει η κατάσταση με τον παρόντα πόλεμο [Σημ: Β’ Παγκόσμιο]. Παρά τα αστρονομικά ελλείμματα προϋπολογισμού, τα επιτόκια δεν έχουν αυξηθεί από τις αρχές του 1940 και μετά.

3. Μπορεί κανείς να φέρει την αντίρρηση πως οι κρατικές δαπάνες που χρηματοδοτούνται μέσω δανεισμού θα προκαλέσουν πληθωρισμό. Μπορεί κανείς να αντιτείνει όμως, πως η ενεργός ζήτηση που δημιουργούν οι δραστηριότητες της κυβέρνησης δρα όπως οιαδήποτε άλλη αύξηση ζήτησης. Αν η εργασία, οι μονάδες και οι ξένες πρώτες ύλες είναι διαθέσιμες σε πλήρη επάρκεια, η αύξηση της ζήτησης συνοδεύεται με αύξηση της παραγωγής. Όταν όμως προσεγγιστεί το σημείο πλήρους χρήσης πόρων και συνεχίσει να αυξάνεται η ενεργός ζήτηση, θα αυξηθούν οι τιμές έτσι ώστε να εξισορροπήσουν την ζήτηση και την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών. (Στην κατάσταση υπερχρήσης πόρων που βρισκόμαστε σήμερα στην πολεμική οικονομία, η πληθωριστική άνοδος των τιμών έχει αποτραπεί μόνο στο βαθμό που η ενεργός ζήτηση για καταναλωτικά αγαθά έχει περιοριστεί μέσω δελτίων και άμεσης φορολόγησης). Έπεται πως αν η κρατική παρέμβαση έχει σαν στόχο την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης αλλά σταματήσει στο σημείο της αύξησης της ενεργού ζήτησης πέρα από το όριο της πλήρους απασχόλησης, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για πληθωρισμό [2]

II


1. Τα παραπάνω είναι μια πολύ χονδρική και ατελής περιγραφή του οικονομικού δόγματος της πλήρους απασχόλησης. Αλλά είναι, πιστεύω, επαρκής για να εξοικειώσει τον αναγνώστη με την ουσία του δόγματος και να του επιτρέψει έτσι να παρακολουθήσει την πραγμάτευση που ακολουθεί, των πολιτικών προβλημάτων που προκύπτουν στην επίτευξη της πλήρους απασχόλησης.
2. Θα πρέπει να πούμε εξαρχής πως παρότι οι περισσότεροι οικονομολόγοι συμφωνούν πλέον πως η πλήρης απασχόληση μπορεί να επιτευχθεί μέσω κρατικών δαπανών, αυτό δεν ήταν καθόλου δεδομένο ακόμα και στο πρόσφατο παρελθόν. Μεταξύ εκείνων που εναντιώνονταν στο δόγμα ήταν (και παραμένουν) οι εξέχοντες «ειδικοί της οικονομίας», που έχουν στενές συνδέσεις με τις τράπεζες και την βιομηχανία. Αυτό δείχνει πως υπάρχει ένα πολιτικό υπόβαθρο στην αντίθεση στο δόγμα της πλήρους απασχόλησης, παρότι τα επιχειρήματα που παρατίθενται είναι οικονομικά. Δεν σημαίνει αυτό πως εκείνοι που τα προωθούν δεν πιστεύουν στην οικονομική τους θεωρία, παρά την κακή της ποιότητα. Η πείσμων άγνοια, όμως, σηματοδοτεί συνήθως υποκείμενα πολιτικά κίνητρα.

Υπάρχουν όμως ακόμα περισσότερες άμεσες ενδείξεις πως εδώ διακυβεύεται ένα πρώτης τάξης πολιτικό ζήτημα. Στο κραχ της δεκαετίας του 1930, οι μεγάλες επιχειρήσεις αντιτίθονταν επίμονα σε πειράματα αύξησης της απασχόλησης μέσω κρατικών δαπανών σε όλες τις χώρες εκτός της Ναζιστικής Γερμανίας. Αυτό ήταν ξεκάθαρο στις ΗΠΑ (οι αντιδράσεις στο New Deal), στη Γαλλία (το πείραμα Blum) και στη Γερμανία πριν τον Χίτλερ. Η αντιμετώπιση αυτή δεν είναι ευεξήγητη. Είναι σαφές πως η υψηλότερη συνολική παραγωγή και απασχόληση ωφελούν όχι μόνο τους εργάτες αλλά και τους επιχειρηματίες, επειδή τα κέρδη τους αυξάνονται. Και η πολιτική πλήρους απασχόλησης που περιγράψαμε παραπάνω, δεν περιορίζει τα κέρδη επειδή δεν εμπεριέχει κάποια επιπλέον φορολόγηση. Οι επιχειρηματίες σε περίοδο ύφεσης αναζητούν την ανάπτυξη· γιατί λοιπόν δεν δέχονται εύχαρεις την τεχνητή ώθηση που η κυβέρνηση είναι σε θέση να τους προσφέρει; Την δύσκολη και ενδιαφέρουσα αυτή ερώτηση έχουμε σκοπό να απαντήσουμε με το άρθρο αυτό.

Οι λόγοι για την αντίθεση των «ταγών της βιομηχανίας» στην πλήρη απασχόληση που επιτυγχάνεται με κρατικές δαπάνες μπορούν να διαιρεθούν σε τρεις κατηγορίες: i. Την απέχθεια προς την κρατική παρέμβαση την ίδια στο ζήτημα της απασχόλησης· ii. Την απέχθεια προς την κατεύθυνση των κρατικών δαπανών (τις δημόσιες επενδύσεις και την επιδότηση της κατανάλωσης)· iii. Την απέχθεια προς τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που προκύπτουν από την διατήρηση της πλήρους απασχόλησης. Θα εξετάσουμε κάθε μία από αυτές τις τρεις κατηγορίες αντιρρήσεων ως προς την κρατική επεκτατική πολιτική αναλυτικότερα.

3. Θα ασχοληθούμε πρώτα με την απροθυμία αποδοχής από τους «ταγούς της βιομηχανίας» της κρατικής παρέμβασης στο ζήτημα της απασχόλησης. Κάθε διεύρυνση της κρατικής δραστηριότητας αντιμετωπίζεται με καχυποψία από τις επιχειρήσεις, αλλά η δημιουργία απασχόλησης μέσω κρατικών δαπανών έχει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα που κάνει την αντίθεση σε αυτή ιδιαίτερα έντονη. Σε ένα σύστημα laissez-faire το επίπεδο απασχόλησης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την λεγόμενη κατάσταση εμπιστοσύνης. Αν αυτή επιδεινωθεί, οι ιδιωτικές επενδύσεις μειώνονται, κάτι το οποίο οδηγεί σε πτώση της συνολικής παραγωγής και της απασχόλησης (τόσο άμεσα, όσο και μέσω της δευτερογενούς επίδρασης της πτώσης των εισοδημάτων πάνω στην κατανάλωση και τις επενδύσεις).

Αυτό δίνει στους καπιταλιστές ισχυρό έμμεσο έλεγχο της κυβερνητικής πολιτικής: οτιδήποτε μπορεί να κλονίσει την κατάσταση εμπιστοσύνης θα πρέπει να αποφεύγεται επιμελώς επειδή θα μπορούσε να προκαλέσει οικονομική κρίση. Αλλά μόλις μια κυβέρνηση μάθει το κόλπο της αύξησης της απασχόλησης μέσω των δικών της δαπανών, αυτός ο ισχυρός μηχανισμός ελέγχου χάνει την αποτελεσματικότητά του. Έτσι τα ελλείμματα του προϋπολογισμού που είναι απαραίτητα για την κρατική παρέμβαση θα πρέπει να θεωρούνται επικίνδυνα. Η κοινωνική λειτουργία του δόγματος των «υγιών δημοσίων οικονομικών» είναι να εξαρτήσει το επίπεδο απασχόλησης από την κατάσταση της εμπιστοσύνης.

4. Η απαρέσκεια των επικεφαλής του επιχειρηματικού κόσμου προς μια πολιτική κρατικών δαπανών οξύνεται ακόμα περισσότερο όταν αναλογιστούν το αντικείμενο για το οποίο θα δαπανηθούν χρήματα: δημόσιες επενδύσεις και επιδότηση της μαζικής κατανάλωσης. Οι οικονομικές αρχές της κρατικής παρέμβασης απαιτούν οι δημόσιες επενδύσεις να περιορίζονται σε αντικείμενα που δεν ανταγωνίζονται τις παροχές των ιδιωτικών επιχειρήσεων (π.χ νοσοκομεία, σχολεία, αυτοκινητόδρομοι). Αλλιώς η κερδοφορία των ιδιωτικών επενδύσεων μπορεί να πληγεί και η θετική επίδραση της δημόσιας επένδυσης στην απασχόληση μπορεί να αντισταθμιστεί από την μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων. Η εικόνα αυτή βολεύει τον επιχειρηματία μια χαρά. Αλλά οι δυνατότητες για δημόσιες δαπάνες τέτοιου είδους είναι μάλλον στενές και υπάρχει κίνδυνος η κυβέρνηση ακολουθώντας την πολιτική αυτή, να μπει τελικά στον πειρασμό να εθνικοποιήσει τις μεταφορές ή τις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, προκειμένου να αποκτήσει ένα νέο πεδίο επενδύσεων [3].

Θα περίμενε λοιπόν κανείς οι ταγοί της οικονομίας και οι ειδικοί τους να υποστηρίζουν περισσότερο την επιδότηση της μαζικής κατανάλωσης (μέσω οικογενειακών επιδομάτων, επιδοτήσεις για την διατήρηση των χαμηλών τιμών για τα αναγκαία κτλ.) από ότι τις δημόσιες επενδύσεις· διότι με την επιδότηση της κατανάλωσης η κυβέρνηση δεν θα ξεκινούσε καμία επιχειρηματική δραστηριότητα. Στην πράξη όμως, αυτό δεν ισχύει. Η επιδότηση μάλιστα της μαζικής κατανάλωσης συναντά πολύ πιο βίαια αντίθεση των ειδικών αυτών από ότι οι δημόσιες επενδύσεις. Διότι εδώ διακυβεύεται μια ηθική αρχή ύψιστης σημασίας. Τα θεμέλια της καπιταλιστικής ηθικής απαιτούν «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου» - εκτός και αν έχεις προσωπικούς πόρους.

5. Έχουμε εξετάσει τους πολιτικούς λόγους της αντίθεσης στην πολιτική δημιουργίας απασχόλησης μέσω κυβερνητικών δαπανών. Αλλά και αν ξεπερνούσε κανείς την αντίθεση αυτή – όπως θα μπορούσε να συμβεί υπό την πίεση των μαζών – η διατήρηση της πλήρους απασχόλησης θα προκαλούσε κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που θα έδιναν νέα ώθηση στους αντιπάλους των ταγών της οικονομίας. Κάτω μάλιστα από καθεστώς μόνιμης πλήρους απασχόλησης, η απόλυση θα έπαυε να παίζει τον ρόλο της σαν μέσο πειθάρχησης. Η κοινωνική θέση του αφεντικού θα υπονομευόταν και η αυτοπεποίθηση και η ταξική αυτοσυνείδηση της εργατικής τάξης θα μεγάλωνε. Οι απεργίες για αυξήσεις μισθών και βελτιώσεις των συνθηκών εργασίας θα δημιουργούσαν πολιτικές εντάσεις. Είναι αλήθεια πως τα κέρδη θα ήταν υψηλότερα σε ένα καθεστώς πλήρους απασχόλησης από ότι είναι κατά μέσο όρο υπό το laissez-faire, και ακόμα και η αύξηση των μισθών που θα προέκυπτε από την ενίσχυση της διαπραγματευτικής ισχύος των εργαζομένων είναι λιγότερο πιθανό να μειώσει τα κέρδη από ότι να αυξήσει τις τιμές και έτσι θα επιδρούσε αρνητικά μόνο στα συμφέροντα των ραντιέρηδων. Αλλά «η πειθαρχία στα εργοστάσια» και η «πολιτική σταθερότητα» εκτιμώνται από τους επικεφαλής των επιχειρήσεων περισσότερο από τα κέρδη. Το ταξικό τους ένστικτο τους λέει πως η μακροχρόνια πλήρης απασχόληση δεν είναι υγιής από την δική τους σκοπιά και πως η ανεργία είναι αναπόσπαστο τμήμα του «φυσιολογικού» καπιταλιστικού συστήματος.

III


1. Μια από τις σημαντικές λειτουργίες του φασισμού, όπως χαρακτηριστικά έδειξε το ναζιστικό σύστημα, ήταν η αναίρεση των καπιταλιστικών αντιρρήσεων στην πλήρη απασχόληση.
Η απέχθεια προς την πολιτική κρατικών δαπανών ως τέτοια υπερβαίνεται στον φασισμό από το γεγονός πως ο μηχανισμός του κράτους είναι υπό τον άμεσο έλεγχο της συνεργασίας των μεγάλων επιχειρήσεων με τον φασισμό. Παύει να υφίσταται η αναγκαιότητα του μύθου των «υγειών οικονομικών» που χρησίμευσε στο να αποτραπεί η παράκαμψη της κρίσης εμπιστοσύνης μέσω κρατικών δαπανών. Σε μια δημοκρατία, δεν γνωρίζει κανείς ποια θα είναι η επόμενη κυβέρνηση. Στον φασισμό δεν υπάρχει επόμενη κυβέρνηση. Η απαρέσκεια προς τις κρατικές δαπάνες είτε για δημόσιες επενδύσεις είτε για την κατανάλωση, υπερνικάται συγκεντρώνοντας τις κρατικές δαπάνες σε εξοπλισμούς. Τέλος η «πειθαρχία στα εργοστάσια» και η «πολιτική σταθερότητα» σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης, διατηρούνται από την «νέα τάξη» που ξεκινά από την απαγόρευση του συνδικαλισμού και φτάνει μέχρι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η πολιτική πίεση αντικαθιστά την οικονομική πίεση της ανεργίας.

2. Το γεγονός ότι οι εξοπλισμοί αποτελούν την ραχοκοκαλιά της πολιτικής της φασιστικής πλήρους απασχόλησης έχει βαθιά επίδραση στον οικονομικό χαρακτήρα της πολιτικής αυτής. Οι μεγάλης κλίμακας εξοπλισμοί είναι αδιαχώριστοι από την επέκταση των ενόπλων δυνάμεων και την προετοιμασία για επεκτατικούς πολέμους. Προκαλούν επίσης και τον ανταγωνιστικό επανεξοπλισμό άλλων χωρών. Αυτό οδηγεί στη σταδιακή μετατόπιση του βασικού στόχου των δαπανών από την πλήρη απασχόληση στην εξασφάλιση της μέγιστης αποτελεσματικότητας του επανεξοπλισμού. Κάτι που έχει σαν αποτέλεσμα η απασχόληση να γίνει «υπερπλήρης». Όχι μόνο παύει να υπάρχει ανεργία, αλλά επικρατεί μεγάλη έλλειψη εργατικών χεριών. Προκύπτουν συμφορήσεις σε κάθε επίπεδο και αυτές αναγκαστικά αντιμετωπίζονται με τη δημιουργία ενός αριθμού ελέγχων. Μια τέτοια οικονομία έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά μιας σχεδιασμένης οικονομίας, και συγκρίνεται μερικές φορές, λόγω μάλλον άγνοιας, με τον σοσιαλισμό. Αυτού του τύπου ο σχεδιασμός όμως είναι αναπόφευκτο να προκύπτει όποτε μια οικονομία θέτει στον εαυτό της κάποιον υψηλό στόχο παραγωγής σε μια συγκεκριμένη σφαίρα, όταν γίνει οικονομία στόχου, της οποίας η οικονομία των εξοπλισμών είναι ειδική περίπτωση. Η οικονομία των εξοπλισμών αφορά ειδικά την περιστολή της κατανάλωσης σε σχέση με το επίπεδο στο οποίο θα βρισκόταν υπό πλήρη απασχόληση.

Το φασιστικό σύστημα ξεκινά από την υπέρβαση της ανεργίας, αναπτύσσεται σε μια εξοπλιστική οικονομία σπάνης και καταλήγει αναπόφευκτα σε πόλεμο.

IV


1. Ποιο θα είναι το πρακτικό αποτέλεσμα της αντίθεσης σε πολιτικές πλήρους απασχόλησης μέσω κρατικών δαπανών, σε μια καπιταλιστική δημοκρατία; Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό στην βάση της ανάλυσης των αιτιών για αυτή την αντίθεση που δόθηκε στην ενότητα ΙΙ. Έχουμε επιχειρηματολογήσει εκεί πως μπορούμε να περιμένουμε αντίδραση από τους ηγέτες της βιομηχανία σε τρία επίπεδα: (i) αντίθεση κατ’ αρχήν σε δημόσιες δαπάνες που βασίζονται σε έλλειμμα προϋπολογισμού· (ii) αντίθεση στην διοχέτευση αυτής της δαπάνης είτε προς τις δημόσιες επενδύσεις – που ενδέχεται να προοιωνίζει την διείσδυση του κράτους σε νέες σφαίρες οικονομικής δραστηριότητας – είτε προς την επιδότηση της μαζικής κατανάλωσης· (iii) αντίθεση στην διατήρηση της πλήρους απασχόλησης και όχι απλά στην αποτροπή βαθιών και παρατεταμένων υφέσεων.
Θα πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε πως το στάδιο κατά το οποίο οι «επιχειρηματικοί ταγοί» είχαν το περιθώριο να αντιτίθενται σε κάθε είδους κρατική παρέμβαση για την άμβλυνση μιας ύφεσης, έχει λίγο-πολύ παρέλθει. Τρεις παράγοντες έχουν συνεισφέρει σε αυτό: (i) Η πλήρης απασχόληση κατά την διάρκεια του παρόντος πολέμου· (ii) η ανάπτυξη του οικονομικού δόγματος της πλήρους απασχόλησης· (iii) εν μέρει ως αποτέλεσμα των δύο αυτών παραγόντων το σύνθημα «ποτέ ξανά ανεργία» είναι πλέον βαθιά ριζωμένο στη συνείδηση των μαζών. Η θέση αυτή αντικατοπτρίζεται και στις πρόσφατες διακηρύξεις των «ταγών της βιομηχανίας» και των ειδικών τους. Συμφωνούν στην αναγκαιότητα του «να γίνει κάτι μέσα στην ύφεση»· αλλά ο αγώνας συνεχίζεται, πρώτα από όλα, σε σχέση με το τι θα πρέπει να γίνεται σε μια ύφεση (δηλαδή: ποια θα πρέπει να είναι η κατεύθυνση της κρατικής παρέμβασης) και δεύτερον, στο ότι θα πρέπει να γίνεται μόνο σε μια ύφεση (δηλαδή: απλά για την άμβλυνση της ύφεσης και όχι για την διασφάλιση της μόνιμης πλήρους απασχόλησης).

2. Σε πρόσφατες συζητήσεις επί των προβλημάτων αυτών, επανεμφανίζεται συνέχεια η ιδέα της αντιμετώπισης της ύφεσης με την τόνωση των ιδιωτικών επενδύσεων. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω της μείωσης των επιτοκίων, της μείωσης των φόρων εισοδήματος ή με την άμεση επιδότηση της ιδιωτικής επένδυσης με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Το ότι ένα τέτοιο σχέδιο είναι ελκυστικό στις επιχειρήσεις δεν αποτελεί έκπληξη. Ο επιχειρηματίας παραμένει το μέσο δια του οποίου πραγματοποιείται η παρέμβαση. Αν δεν εμπιστεύεται την πολιτική κατάσταση, δεν θα δωροδοκηθεί για να επενδύσει. Και η παρέμβαση δεν εμπλέκει την κυβέρνηση σε «παιχνίδια με τις (δημόσιες) επενδύσεις», ή στην «σπατάλη» της επιδότησης της κατανάλωσης.

Μπορεί όμως να δείξει κανείς πως η τόνωση των ιδιωτικών επενδύσεων δεν αποτελεί επαρκή μέθοδο για την αποφυγή της μαζικής ανεργίας. Υπάρχουν δυο εναλλακτικές λύσεις εδώ που μπορούμε να εξετάσουμε: (α) Το επιτόκιο ή ο φόρος εισοδήματος (ή και τα δύο) μειώνονται δραστικά στην ύφεση και αυξάνονται σε περιόδους ανάπτυξης. Στην περίπτωση αυτή τόσο η περίοδος όσο και η ένταση του επιχειρηματικού κύκλου θα μειωθεί, αλλά η απασχόληση όχι μόνο στην ύφεση αλλά και στην μεγέθυνση μπορεί να απέχει πολύ από την πληρότητα, δηλ. η μέση ανεργία μπορεί να είναι σημαντική, παρότι οι διακυμάνσεις της θα είναι μικρότερες (β) Το επιτόκιο ή ο φόρος εισοδήματος μειώνεται στην ύφεση, αλλά δεν αυξάνει στην μεγέθυνση που ακολουθεί. Στην περίπτωση αυτή η μεγέθυνση θα κρατήσει περισσότερο, αλλά αναγκαστικά θα καταλήξει σε μια νέα ύφεση: μια μείωση του επιτοκίου ή των φόρων δεν εξαφανίζει, φυσικά, τις δυνάμεις που προκαλούν τις κυκλικές διακυμάνσεις σε μια καπιταλιστική οικονομία. Στην νέα ύφεση θα είναι απαραίτητο να μειωθεί το επιτόκιο ή η φορολογία ξανά κ.ο.κ. Έτσι στο όχι πολύ απώτερο μέλλον, το επιτόκιο θα χρειαστεί να είναι αρνητικό και η φορολόγηση εισοδήματος θα πρέπει να αντικατασταθεί με επιδότηση εισοδήματος. Το ίδιο θα προέκυπτε αν γινόταν απόπειρα διατήρησης της πλήρους απασχόλησης μέσω της τόνωσης των ιδιωτικών επενδύσεων: το επιτόκιο και η φορολόγηση θα έπρεπε να μειώνονται συνέχεια[4].

Πέρα από αυτή τη θεμελιώδη αδυναμία στην πολιτική της καταπολέμησης της ανεργίας μέσω της ενθάρρυνσης των ιδιωτικών επενδύσεων, υπάρχει και μια πρακτική δυσκολία. Η αντίδραση των επιχειρηματιών στα μέτρα που περιγράψαμε είναι αβέβαιη. Αν η ύφεση είναι έντονη, ενδέχεται να έχουν πολύ απαισιόδοξες εκτιμήσεις για το μέλλον και έτσι η μείωση των επιτοκίων ή της φορολόγησης μπορεί να έχει μικρή ή και καμία επίδραση στις επενδύσεις, και συνεπώς και πάνω στο επίπεδο παραγωγής και απασχόλησης.

3. Ακόμα και εκείνοι που υποστηρίζουν την ενθάρρυνση των ιδιωτικών επενδύσεων για την αντιμετώπιση της ύφεσης συχνά δεν βασίζονται σε αυτήν και μόνο, αλλά θεωρούν πως θα πρέπει να συνδέεται με τις δημόσιες επενδύσεις. Μοιάζει προς το παρόν σαν οι επιχειρηματικοί ταγοί και οι ειδικοί τους (τουλάχιστον κάποιοι εξ αυτών) να τείνουν να αποδεχθούν ως τελευταία καταφυγή τις δημόσιες επενδύσεις που χρηματοδοτούνται μέσω δανεισμού ως μέσο για την άμβλυνση των υφέσεων. Φαίνεται όμως πως ακόμα αντιτίθενται συστηματικά στην δημιουργία απασχόλησης μέσω της επιδότησης της κατανάλωσης και της διατήρησης της πλήρους απασχόλησης.

Η κατάσταση αυτή των πραγμάτων είναι ίσως ενδεικτική του μελλοντικού οικονομικού καθεστώτος των καπιταλιστικών δημοκρατιών. Στην ύφεση, είτε υπό την πίεση των μαζών, ή ακόμα και χωρίς αυτήν, θα αναληφθούν δημόσιες επενδύσεις χρηματοδοτούμενες από δανεισμό για την αποτροπή της ανεργίας σε μεγάλη κλίμακα. Αλλά αν επιχειρηθεί να εφαρμοστεί η μέθοδος αυτή για να διατηρηθεί το υψηλό επίπεδο απασχόλησης και στην επακόλουθη ανάκαμψη, θα βρει αντιμέτωπη σε αυτό την επιχειρηματική τάξη. Όπως έχουμε ήδη υποστηρίξει, η μακρόχρονη πλήρης απασχόληση δεν είναι καθόλου της αρεσκείας τους. Οι εργάτες θα «γίνονταν ανεξέλεγκτοι» και οι «ταγοί της βιομηχανίας» θα είχαν το άγχος να τους «δώσουν ένα μάθημα». Επιπλέον, η αύξηση των τιμών σε μια ανάκαμψη βλάπτει τους μικρούς και μεγάλους ραντιέρηδες και τους υποβάλει σε «κόπωση από την μεγέθυνση».

Στην κατάσταση αυτή πιθανότατα θα δημιουργηθεί μια ισχυρή συμμαχία μεταξύ μεγάλων επιχειρήσεων και ραντιέρικων συμφερόντων και μάλλον θα έβρισκαν και αρκετούς οικονομολόγους για να διακηρύξουν πως η κατάσταση ήταν εμφανώς επισφαλής. Η πίεση όλων αυτών των δυνάμεων και ιδιαίτερα των μεγάλων επιχειρήσεων – που συνήθως έχουν επιρροή σε υπουργεία - θα προκαλούσε κυβερνητική μεταστροφή προς τις ορθόδοξες πολιτικές του περιορισμού του ελλείμματος του προϋπολογισμού. Θα ακολουθούσε ύφεση στην οποία η πολιτική δαπανών της κυβέρνησης θα έπαιζε και πάλι σημαντικό ρόλο.

Αυτό το σχήμα του πολιτικού επιχειρηματικού κύκλου δεν είναι εντελώς υποθετικό· κάτι παραπλήσιο συνέβη στις ΗΠΑ το 1937-38. Η κατάρρευση της ανάκαμψης στο δεύτερο μισό του 1937 οφειλόταν στην πραγματικότητα στο δραστικό περιορισμό του ελλείμματος. Από την άλλη, στην οξεία ύφεση που ακολούθησε η κυβέρνηση έσπευσε να επιστρέψει σε μια πολιτική κρατικών δαπανών. Το καθεστώς του πολιτικού επιχειρηματικού κύκλου θα ήταν μια τεχνητή επιστροφή στη κατάσταση που υπήρχε στον καπιταλισμό του 19ου αιώνα. Η πλήρης απασχόληση θα γινόταν εφικτή μόνο στο μέγιστο της ανάκαμψης, αλλά οι υφέσεις θα ήταν σχετικά ήπιες και σύντομες.

 

V


1. Θα έπρεπε κάποιος προοδευτικός άνθρωπος να είναι ικανοποιημένος με ένα καθεστώς πολιτικού επιχειρηματικού κύκλου όπως περιγράφεται στην ενότητα που προηγήθηκε; Πιστεύω πως θα έπρεπε να το αντιπαλέψει για δυο λόγους (i) επειδή δεν διασφαλίζει την μακρόχρονη πλήρη απασχόληση και (ii) επειδή η κρατική παρέμβαση συνδέεται με τις δημόσιες επενδύσεις και δεν περιλαμβάνει την επιδότηση της κατανάλωσης. Αυτό που ζητούν σήμερα οι μάζες δεν είναι η άμβλυνση των υφέσεων αλλά η πλήρης κατάργησή τους. Ούτε θα πρέπει η προκύπτουσα πληρέστερη εκμετάλλευση πόρων να εφαρμοστεί σε ανεπιθύμητες δημόσιες επενδύσεις μόνο και μόνο για παρασχεθεί εργασία. Το πρόγραμμα κρατικών δαπανών θα πρέπει να αφιερώνεται στις δημόσιες επενδύσεις μόνο στο βαθμό που μια τέτοια επένδυση είναι στην πραγματικότητα επιθυμητή. Οι υπόλοιπες κρατικές δαπάνες που είναι απαραίτητες για την διατήρηση της πλήρους απασχόλησης θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την επιδότηση της κατανάλωσης (μέσω οικογενειακών επιδομάτων, συντάξεων, μείωση των έμμεσων φόρων, και την επιδότηση των ειδών πρώτης ανάγκης). Οι αντίπαλοι τέτοιου είδους κρατικών δαπανών ισχυρίζονται πως η κυβέρνηση τότε δεν θα έχει να επιδείξει τίποτα για τα λεφτά που δίνει. Η απάντηση είναι πως ο αντίχτυπος αυτών των δαπανών θα είναι το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο των μαζών. Δεν είναι αυτός άλλωστε ο στόχος κάθε οικονομικής δραστηριότητας;

2. Ο «καπιταλισμός της πλήρους απασχόλησης» θα πρέπει φυσικά να αναπτύξει νέους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς που θα αντικατοπτρίζουν την ενισχυμένη δύναμη της εργατικής τάξης. Αν ο καπιταλισμός μπορεί να προσαρμοστεί μόνος του στην πλήρη απασχόληση, θα πρέπει να ενσωματώσει μια θεμελιώδη μεταρρύθμιση. Αν όχι, θα αποδειχθεί πεπαλαιωμένο σύστημα που θα πρέπει να εγκαταλειφθεί.

3. Αλλά μήπως ο αγώνας για την πλήρη απασχόληση οδηγήσει στον φασισμό; Μήπως ο καπιταλισμός προσαρμοστεί στην πλήρη απασχόληση με αυτόν τον τρόπο; Αυτό μοιάζει εξαιρετικά απίθανο. Ο φασισμός ξεφύτρωσε στην Γερμανία μέσα σε ένα πλαίσιο τρομακτικής ανεργίας, και διατηρήθηκε στην εξουσία διασφαλίζοντας την πλήρη απασχόληση, κάτι που η καπιταλιστική δημοκρατία απέτυχε να κάνει. Ο αγώνας των προοδευτικών δυνάμεων για γενική απασχόληση είναι ταυτόχρονα και αγώνας για την αποτροπή της επανεμφάνισης του φασισμού.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1  Το άρθρο αυτό αποτυπώνει περίπου το περιεχόμενο μιας ομιλίας που δόθηκε στην Marshall Society στο Cambridge την άνοιξη του 1942.
2  Ένα άλλο πρόβλημα μιας πιο τεχνικής μορφής είναι εκείνο του δημόσιου χρέους. Αν η πλήρης απασχόληση διατηρείται μέσω των δημοσίων δαπανών που χρηματοδοτούνται από τον δανεισμό, το δημόσιο χρέος θα συνεχίσει να αυξάνεται. Αυτό όμως δεν χρειάζεται να διαταράξει την παραγωγή και την απασχόληση, αν ο τόκος του χρέους χρηματοδοτείται με τη σειρά του από ένα ετήσιο φόρο επί του κεφαλαίου. Το τρέχον εισόδημα, μετά την πληρωμή του φόρου επί του κεφαλαίου, ορισμένων καπιταλιστών θα είναι χαμηλότερο και ορισμένων άλλων υψηλότερο, από ότι θα ήταν αν δεν είχε αυξηθεί το δημόσιο χρέος, αλλά το συνολικό τους εισόδημα θα παραμείνει αναλλοίωτο και η συνολική τους κατανάλωση δεν είναι πιθανόν να μεταβληθεί σημαντικά. Περαιτέρω, το κίνητρο της επένδυσης σε πάγιο κεφάλαιο δεν επηρεάζεται από τον φόρο κεφαλαίου επειδή πληρώνεται πάνω σε οιοδήποτε είδος πλούτου. Είτε κάποιο ποσό διατηρείται σε ρευστό ή σε κρατικά χρεόγραφα είτε επενδύεται στην ανέγερση κάποιου εργοστασίου, θα πληρώνεται ο ίδιος φόρος κεφαλαίου επί αυτού και έτσι το συγκριτικό πλεονέκτημα δεν μεταβάλλεται. Και αν η επένδυση χρηματοδοτείται από δάνεια είναι σαφές πως δεν επηρεάζεται από έναν φόρο κεφαλαίου επειδή δεν συνεπάγεται την αύξηση του πλούτου του επιχειρηματία που επενδύει. Έτσι ούτε η καπιταλιστική κατανάλωση, ούτε οι επενδύσεις δεν επηρεάζονται από την αύξηση του δημόσιου χρέος αν ο τόκος για αυτό χρηματοδοτείται από έναν ετήσιο φόρο επί του κεφαλαίου.  Βλ. 'A Theory of Commodity, Income, and Capital Taxation'
3  Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ πως η επένδυση σε μια εθνικοποιημένη βιομηχανία μπορεί να συνεισφέρει στην επίλυση του προβλήματος της ανεργίας μόνο αν αναληφθεί σύμφωνα με αρχές διαφορετικές από εκείνες μιας ιδιωτικής επιχείρησης. Η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι ευχαριστημένη από μικρότερο ποσοστό απόδοσης από εκείνον της ιδιωτικής επιχείρησης ή θα πρέπει να συγχρονίσει την επένδυσή της ώστε να αμβλύνει τις υφέσεις.
4  Μια αυστηρή απόδειξη αυτού δίνεται στο άρθρο μου στο Oxford Economic Papers.  [Βλ.  'Full Employment by Stimulating Private Investment?']
________________________________________
Ο Michal Kalecki (22 Ιουνίου 1899 - 18 Απριλίου 1970) ήταν Πολωνός Μαρξιστής οικονομολόγος. Το δοκίμιο αυτό πρωτοεκδόθηκε στο περιοδικό Political Quarterly το 1943; αναπαράγεται εδώ για μη-κερδοσκοπικούς λόγους. Μια συντμημένη εκδοχή του άρθρου δημοσιεύθηκε στο στην it is reproduced here for non-profit educational purposes.  A shorter version of this essay was published in The Last Phase in the Transformation of Capitalism (Monthly Review Press, 1972).
 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τα πολλά πρόσωπα της ψηφιακής λογοκρισίας

Μετεκλογικά

Βαϊμάρη και αντιφασισμός, μια ιστορική σημείωση