Brexit: Το αναπάντεχο καλοκαίρι της Βρετανίας


{Το άρθρο αυτό γράφτηκε λίγες εβδομάδες μετά το Βρετανικό δημοψήφισμα για την έξοδο από την ΕΕ, και δημοσιεύτηκε στο τεύχος καλοκαιριού του περιοδικού "Δημοσιογραφία"}

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ, είναι ένα κοσμοϊστορικό γεγονός. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το Brexit είναι ένα «εν δυνάμει» κοσμοϊστορικό γεγονός επειδή η κατάληξη του ζητήματος της αποχώρησης ή μη του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πιθανότερο να περάσει από αρκετά ακόμα κύματα πριν καταλήξει στην πράξη σε κάποιο οριστικό αποτέλεσμα.

Ακόμα όμως και το ενδεχόμενο απόρριψης τελικά της λαϊκής βούλησης, όπως εκφράστηκε μέσα από το δημοψήφισμα, σε μια χώρα «πρώτης γραμμής» ως προς την παγκόσμια ισχύ της και τη δημοκρατική της παράδοση, θα αποτελούσε μείζονα εξέλιξη, και θα επιβεβαίωνε την προκεχωρημένη αποδημοκρατικοποίηση και μεταδημοκρατικοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελώντας και σε αυτήν την περίπτωση μια παγκόσμια, κοσμοϊστορική και αυτή, «πρωτοπορία».

Οι συνέπειες του BRexit, όμως, είναι ήδη εκρηκτικές: Η πόλωση που επικράτησε προεκλογικά ήταν πρωτόγνωρη – και οδήγησε και στην πρώτη από την εποχή της δράσης του ΙΡΑ – δολοφονία πολιτικού στη Μεγάλη Βρετανία.

Οι μετά το δημοψήφισμα πολιτικές εξελίξεις και η αβεβαιότητα, με την κούρσα διαδοχής στο συντηρητικό κόμμα (χωρίς τον «ηγέτη» της πλευράς του συντηρητικού Leave, Μπόρις Τζόνσον), τον Νάιτζελ Φαράζ εκτός ηγεσίας του UKIP και το επιχειρούμενο κοινοβουλευτικό πραξικόπημα της μπλερικής πτέρυγας του Εργατικού Κόμματος εναντίον του αρχηγού του Τζέρεμι Κόρμπιν, έχουν ολοκληρώσει την εικόνα της πολιτικής αποσταθεροποίησης που έθεσε σε κίνηση το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.

Παράλληλα, έχει ξανανοίξει το ζήτημα της ανεξαρτησίας / παραμονής στην ΕΕ της Σκοτίας, αλλά και το ερώτημα της επανένωσης της Βόρειας Ιρλανδίας με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας.

Brexit: Το αναπάντεχο αποτέλεσμα 

H απόφανση του βρετανικού λαού ήταν λοιπόν αναπάντεχη, καθώς οι περισσότεροι αναλυτές και δημοσκόποι θεωρούσαν σχεδόν βέβαιο πως στην τελική ευθεία θα «συμμορφωνόταν» με την επιλογή της Παραμονής (του Remain), δεδομένων των οικονομικών κινδύνων τους οποίους η εκστρατεία υπέρ της φρόντιζε να επισείει. Το δημοψήφισμα ανακοινώθηκε άλλωστε από τον Ιανουάριο του 2013, ως μια κίνηση του Ντέιβιντ Κάμερον για να κατευνάσει την ευρωσκεπτικιστική πτέρυγα του κόμματός του, αλλά και ως χαρτί για τον εξαναγκασμό της ΕΕ σε περισσότερες «εξαιρέσεις» για τη Βρετανία, χωρίς καμία αίσθηση ρίσκου. Κανένας, πολύ λιγότερο ο ίδιος ο Κάμερον, δεν πίστευε πως θα κατέληγε έτσι.

Πίσω από το αιφνιδιαστικό αυτό αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος συμπλέκεται ένα ισχυρό ρεύμα ευρωσκεπτικισμού, που προϋπήρχε στη Βρετανία, με την κατάσταση της εργατικής τάξης στη χώρα, καθώς και με την καλπάζουσα κρίση νομιμοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και γενικότερα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών ελίτ σε όλη τη Δύση.

Η παλιά ιστορία του Βρετανικού Ευρωσκεπτικισμού

Η διαδικασία και η πορεία που οδήγησε στο αποτέλεσμα της 23ης Ιουνίου του 2016, ξεκινά από παλιά . Η σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΟΚ και μετά με την ΕΕ, έχει περάσει από πολλά κύματα αμφισβήτησης. Αν και έχουν υπάρξει στιγμές τα τελευταία σαράντα χρόνια που η δυσαρέσκεια των Βρετανών για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ή την Ευρωπαϊκή Ένωση μετριόταν δημοσκοπικά πάνω από το 50%, αυτό αποτελούσε συνήθως προσωρινή αντίδραση σε συγκεκριμένες συγκυρίες.



Εξαίρεση τα πρώτα χρόνια της πρωθυπουργίας Θάτσερ κατά τα οποία η απόρριψη της «Κοινής Αγοράς» είχε φτάσει το 65%. Και η Θάτσερ, όπως και ο Χάρολντ Γουίλσον πριν από αυτή, διαχειρίστηκαν την κρίση εμπιστοσύνης επαναδιαπραγματευόμενοι τους όρους της συμμετοχής του Ηνωμένου Βασιλείου στο ευρωπαϊκό εγχείρημα.

Στην περίπτωση του Γουίλσον η αναδιαπραγμάτευση είχε και θεαματικά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά το πρώτο δημοψήφισμα για τη συμμετοχή ή μη της Βρετανίας στην ΕΟΚ (ουσιαστικά, την επικύρωση της απόφασης προσχώρησης του 1973): Οι ψηφοφόροι στο Ηνωμένο Βασίλειο είχαν ψηφίσει τελικά υπέρ της παραμονής στην ΕΟΚ το 1975 σε ποσοστό 67%.

Έκτοτε όμως η πορεία του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρώπη προσδιορίστηκε από διαδοχικές διεκδικήσεις και εξασφαλίσεις εξαιρέσεων και προνομίων. Αν η κοινή γνώμη διατηρούσε μια σχετικά θετική άποψη για την ΕΕ, αυτό οφειλόταν και στο ότι, από τη Θάτσερ και μετά, το Ηνωμένο Βασίλειο απαίτησε να μην είναι ένα «κανονικό» μέλος στην υπό διαμόρφωση Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ιδιαιτερότητα αυτή έλκει εν μέρει την καταγωγή της από την ιστορική επιφύλαξη των βρετανικών ελίτ προς την ευρωπαϊκή ιδέα, αλλά, παράλληλα, και στη μάλλον κυνική χρήση της ΕΟΚ/ΕΕ σαν αποδιοπομπαίο τράγο από τον ιθαγενή θατσερισμό που, ιστορικά μιλώντας, πάντα προς τα δεξιά πίεζε την Ευρώπη.

Πάνω σε αυτό το ιστορικό δύσθυμης συμμετοχής συνέκλιναν τα τελευταία χρόνια δύο σχετιζόμενες μεταξύ τους αλλά διακριτές διαδικασίες:

- Από τη μια, η διεύρυνση της ανισότητας στη Βρετανία και η γενικευμένη πολιτική αγανάκτηση ενάντια σε οικονομικές πολιτικές που δημιουργούσαν αυξανόμενα προβλήματα σε ευρύτατα στρώματα στη χώρα.

- Από την άλλη, η χρεοκοπία του ευρωπαϊκού μοντέλου σαν θετικά επιθυμητό πρότυπο.

Το δεύτερο αφορούσε την Ευρώπη. Το πρώτο δεν αφορούσε μόνο την Ευρώπη, αλλά στη δεξιά ρητορική, που ηγεμόνευσε στα τάμπλοϊντ, είχε αναχθεί στον αποδιοπομπαίο Ανατολικοευρωπαίο και Νοτιοευρωπαίο που «έρχεται και ρίχνει τα μεροκάματα», λόγω της ΕΕ.


Η ΕΕ, ένα άλογο που δεν μπορεί να κερδίσει

Στην ΕΕ τα δημοψηφίσματα έχουν ένα χαρακτηριστικό τα τελευταία 15 χρόνια τουλάχιστον: είναι ως επί το πλείστον οχήματα διαμαρτυρίας εναντίον της και απόρριψής της. Μπορεί να εικάσει εύλογα κανείς πως σε κάθε δημοψήφισμα στο οποίο η ΕΕ μέσω των μηχανισμών και των οργάνων της τοποθετείται υπέρ του ενός αποτελέσματος, θα υπερψηφίζεται το αντίθετο, τουλάχιστον, αλλά όχι μόνον, στις χώρες της παλιάς ΕΕ15.

Δεν είναι τυχαίο πως για ένα ήσσονος σημασίας θέμα, μια συμφωνία σύνδεσης της ΕΕ με την Ουκρανία, απαιτήθηκε και πραγματοποιήθηκε εφέτος, στις 6 Απριλίου, δημοψήφισμα στην Ολλανδία, στο οποίο αναμενόμενα οι Ολλανδοί τοποθετήθηκαν με μεγάλη διαφορά (62% – 38%) εναντίον της συνθήκης. Και σε αυτήν την περίπτωση, όπως και στις περιπτώσεις των δημοψηφισμάτων για το Ευρωσύνταγμα της Γαλλίας και της Ολλανδίας, των δημοψηφισμάτων της Ιρλανδίας για τη συνθήκη της Νίκαιας, αλλά φυσικά και της Ελλάδας το 2015, τα αποτελέσματα δεν είχαν καμία ουσιαστική πολιτική συνέπεια. Κάτι που επιτείνει την οργή εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συστηματικά κωφεύει και αγνοεί την εκφρασμένη λαϊκή βούληση.

Παράλληλα, και στην Ολλανδία και στη Βρετανία, όπως πέρυσι στην Ελλάδα, σε κάθε εκλογές στις χώρες της ΕΕ, εκείνοι που μαζικά ψηφίζουν «αντι-ΕΕ» και αντισυστημικά είναι τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, εκείνοι και εκείνες που πλήττονται περισσότερο από τη νεοφιλελεύθερη επιβολή στην Ευρώπη και στρατεύονται με οποιοδήποτε εύκαιρο και δυνητικά αποτελεσματικό όχημα πολιτικής διαμαρτυρίας. Αυτό φάνηκε και στις ποιοτικές έρευνες για το βρετανικό δημοψήφισμα , όπου η ταξική θέση αποδείχθηκε εξαιρετικά στενά συνδεδεμένη με την τελική επιλογή υπέρ της Παραμονής ή της Εξόδου.

Πρόκειται, στην ουσία για εκδήλωση της γενικευμένης δυσαρέσκειας προς το νεοφιλελεύθερο παγκόσμιο σύστημα που βρήκε, στην κρίση που ξεκίνησε το 2007, την ιδανική ευκαιρία για επέκταση και κυριαρχία. Αυτό που συμβαίνει στην Ευρώπη, συμβαίνει και σε όλον τον κόσμο, συμβαίνει και σε εθνικό και σε υπερεθνικό επίπεδο: η κυριαρχία μιας καθολικά ανυπόλογης τεχνοκρατικής ελίτ η οποία ασκεί πολιτική που έχει σαν στόχο την εξυπηρέτηση των βραχυπρόθεσμων κερδών μεγάλων επιχειρήσεων και τον πλουτισμό του «1%» σε βάρος του «99 %». Στην Ευρώπη απλά, αυτή η μορφή υποκατάστασης της δημοκρατίας από αυτό το τεχνοκρατικό - τραπεζικό κυβερνητικό σύμπλεγμα, είναι σε πιο προχωρημένο στάδιο και αποτελεί πλέον, ανοιχτά και εκπεφρασμένα αυστηρά μέσω των Συνθηκών της ΕΕ, μεταδημοκρατικό υπόδειγμα.


Έτσι, η ΕΕ έχει φτάσει ήδη σε ιστορικά χαμηλά ποσοστά θετικής αποτίμησης από τους πολίτες των χωρών-μελών της . Η αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης και των θεσμών της μεταδημοκρατικής, υπερεθνικής διακυβέρνησης που την υπηρετούν, αναδεικνύει σαν αντίπαλο σχέδιο (με τα κατάλληλο ενδοσυστημικά εχέγγυα συνήθως) την επιστροφή στην εθνική συγκρότηση.

Συνεπώς, είναι εύφορο το έδαφος για την ενίσχυση της Ακροδεξιάς η οποία μοιάζει να είναι και η μόνη δύναμη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο που πολιτεύεται στη βάση της πλήρους απόρριψης της ΕΕ. Σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή Αριστερά που παραμένει δέσμια της (εύλογης σε αφηρημένο επίπεδο) επιθυμίας της για «μιαν άλλη Ευρώπη» που, ενώ διαβεβαιώνει πως «είναι εφικτή», η μόνιμη «ανεφικτότητά» της στην πράξη τριάντα χρόνια τώρα, και επικυρώνει το θατσερικό TINA (There Is No Alternative, Δεν Υπάρχει Εναλλακτική Λύση) και την εξουδετερώνει πολιτικά.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει χάσει την εμπιστοσύνη των πιο ευάλωτων τμημάτων των κοινωνιών: η σοσιαλδημοκρατική υπόσχεση, που βρισκόταν στον πυρήνα του ιδρυτικού της οράματος, για μια Ένωση που θα προστατεύει κοινωνικά τους λαούς της από την έκθεση στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία και θα τους προσφέρει συνθήκες ευημερίας και ασφάλειας, έχει πάψει να υφίσταται καν σαν θεσμικά θεμιτή πολιτική επιλογή.

Φόβος από παντού

Η εκστρατεία στο Ηνωμένο Βασίλειο κινήθηκε στο κινδυνολογικό και το τερατολογικό πεδίο και από τις δύο όχθες. Και αν οι ακροδεξιές αθλιότητες της πλευράς του Leave με τις φωτογραφίες των Σύρων προσφύγων ως δυνητικών εισβολέων και η ρητορική του Φαράζ, ήταν η απεχθής πλευρά της εκστρατείας, από την άλλη πλευρά, του Remain, μαθαίναμε (υπομειδιώντας στην Ελλάδα) πως η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι προστάτης εργασιακών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Αξίζει να σημειώσουμε εδώ τη συμμετρία του φόβου στην πέριξ το BRexit συζήτηση. Από τη μια, η καμπάνια της Εξόδου βασίστηκε στον φόβο του ξένου και των προσφυγικών ροών, από την άλλη, βασικό επιχείρημα για την παραμονή στην ΕΕ στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ο φόβος των οικονομικών συνεπειών μιας εξόδου. Ο φόβος όμως δεν μπορεί να αποτελέσει μακροπρόθεσμα στοιχείο καμίας θετικής πρότασης.

Αν η ΕΕ έχει απολέσει κάθε ελκυστικότητα και θεμελιώνει την αποδοχή της πάνω στον τρόμο της οικονομικής της αντεκδίκησης σε περίπτωση εξόδου από τους θεσμούς της, τότε δεν μπορεί κανένας να περιμένει πως η Ένωση θα κρατήσει πολύ. Ιδίως όταν πια ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν θεωρεί πως έχει τίποτα να χάσει: Άλλωστε, και στη Βρετανία, όπως πέρυσι στην Ελλάδα, διαπιστώθηκε καθυστερημένα το προφανές: δεν μπορείς να απειλήσεις με οικονομική καταστροφή τον κατεστραμμένο.

Για όσους η νεοφιλελεύθερη επέλαση αφήνει εκτός κοινωνίας και χωρίς καμία προσδοκία, δεν υπάρχει ερώτημα: η ψήφος που αντιτίθεται στη συστημική επιλογή, στην επιλογή που του λένε να ψηφίσουν πολιτικοί, δημοσιογράφοι και οι ποικίλης φύσης τεχνοκράτες, θα είναι πάντα το εύλογο ανακλαστικό των πληττόμενων κοινωνικών ομάδων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επειδή μοιάζει (και είναι) ανεπηρέαστη από τη λαϊκή βούληση, είναι ο ιδανικός στόχος αυτής της μαζικής λαϊκής δυσαρέσκειας με τον θνήσκοντα αλλά όχι αποθανόντα ακόμα νεοφιλελευθερισμό.

Αλλά ακόμα και στο θέμα της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, δεν είναι καθόλου προφανές ότι η «επίσημη» πλευρά του Remain, όπως εκφράστηκε από τη συντηρητική κυβέρνηση, ήταν λιγότερο φοβική και δεν ενίσχυσε το αφήγημα των «κακών ξένων» εξίσου με την καμπάνια του BRexit, από θεσμική μάλιστα θέση. Η κυβέρνηση Κάμερον χρησιμοποίησε σαν επιχείρημα υπέρ της Παραμονής πως διαπραγματεύτηκε ένα περιοριστικό πλαίσιο για τη μετακίνηση εργαζομένων μέσα στην ΕΕ.

Ενδεικτικά, η πίεση της Βρετανίας για τον τερματισμό της επιχείρησης Mare Nostrum για τον εντοπισμό και τη διάσωση μεταναστών και προσφύγων από το Ιταλικό Ναυτικό, ήταν και δεδομένη και ομολογημένη ανοιχτά. Εκπρόσωπος της κυβέρνησης Κάμερον είχε μάλιστα δηλώσει πως η Βρετανία αντιτίθεται σε μεγάλης έκτασης προσπάθειες περισυλλογής και διάσωσης ναυαγών στη Μεσόγειο γιατί συνιστούσαν «παράγοντα προσέλκυσης μεταναστών».

Η λήξη του Mare Nostrum και η υποκατάστασή του από την επιχείρηση Τρίτων της Frontex, σήμαινε την εκτόξευση του αριθμού των πνιγμών στη Μεσόγειο όπως κατήγγειλε η Διεθνής Αμνηστία. Η βρετανική κυβέρνηση εξέπεμπε συστηματικά λοιπόν διαβεβαιώσεις στο εκλογικό σώμα πως είναι εξίσου ξενοφοβική με την άλλη πλευρά, απλά πιο υπεύθυνα ξενοφοβική.

Το κλίμα της επίρριψης των ευθυνών στους μετανάστες για τα αποτελέσματα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, την ίδια στιγμή μάλιστα που ένα απορρυθμισμένο εργασιακό τοπίο επέτρεπε τη χρήση ξένων (Ανατολικοευρωπαίων και Νοτιοευρωπαίων) μεταναστών για να ρίχνει την αμοιβή της εργασίας, ήταν και παραμένει ισχυρό πολιτικό αφήγημα των Βρετανών Τόριδων, η επιτυχία του οποίου ενίσχυσε και έθρεψε ακροδεξιά φαινόμενα όπως το UKIP και δημιούργησε τις συνθήκες για τη μαζική στροφή προς την ξενοφοβία εκτεταμένων στρωμάτων της εργατικής τάξης.

Καμία λοιπόν πλευρά δεν βασίστηκε κυρίως και επίσημα στην παρουσίαση μιας θετικής προοπτικής, αλλά έκτισαν αμφότερες πάνω στον φόβο του αγνώστου, το οποίο κάθε πλευρά έντυνε απλώς με διαφορετικά ρούχα.

Η περιφρόνηση των νικητών και η αμφισβήτηση της δημοκρατίας

Τα κυρίαρχα ΜΜΕ και οι δημοσιολόγοι της ημεδαπής και της αλλοδαπής, ιδίως βέβαια του Ηνωμένου (προς το παρόν) Βασιλείου, έχουν αποδυθεί σε έναν απεγνωσμένο αγώνα απαξίωσης του αποτελέσματος και άρνησής του. Στον πυρήνα των αναλύσεων αυτών βρίσκεται η συστηματική επίθεση και περιφρόνηση προς τις κοινωνικές ομάδες που υπερψήφισαν την έξοδο από την ΕΕ, με τη μεταφορά της «εξήγησης» για την ψήφο στη σφαίρα της ηθικολογίας, ή της ηθικολογίζουσας κοινωνιολογίας.

Υπάρχει ένας κυκεώνας αντιδράσεων που συντείνουν σε αυτή την μπρεχτικά ειρωνική απαίτηση «να παραιτηθεί ο λαός και η κυβέρνηση να εκλέξει νέο» την οποία μοιάζουν να υιοθετούν και εκλεγμένοι πολιτικοί . Στη Βρετανία ο παραδοσιακός ευρωσκεπτικισμός από τα δεξιά, είχε ισχυρό βήμα στα λαϊκά ταμπλόιντ που «έκτισαν» ατζέντα με ξενοφοβικό και εθνικιστικό πρόσημο. Το άλμα από αυτό στη συλλήβδην ταύτιση όλης της ψήφου εναντίον της ΕΕ με τον ρατσισμό και τον παραδοσιακό αγγλικό αντιευρωπαϊσμό είναι όμως έωλο.

Ενώ είναι ακριβές πως στην εκστρατεία του Leave ηγεμόνευσε επικοινωνιακά αυτή η ακροδεξιά ρητορική, μια τέτοια συνολική αναγωγή της ψήφου σε ρατσιστική διάθεση αγνοεί και το γεγονός ότι την κρίσιμη πλειοψηφία στο Leave την έδωσαν εκείνοι που αμφισβητούσαν την παραμονή στην ΕΕ από τα αριστερά και πως μεταγενέστερες δημοσκοπήσεις κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνουν μια τέτοιου είδους ηγεμονία του ρατσισμού στη βρετανική κοινωνία.

Κάθε δημοψήφισμα απαντά σε κάποιο ερώτημα, συχνά μάλιστα όχι σε αυτό που τίθεται αλλά σε αυτό που στην πραγματικότητα υπονοείται ή υποβόσκει. Ιδίως όταν συντρέχουν, όπως τώρα, συνθήκες αποδυνάμωσης της δημοκρατίας και οι πολίτες το μετατρέπουν σε συνολική ψήφο εμπιστοσύνης ή μομφής κατά ενός ολόκληρου πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού συστήματος. Επειδή οι κομματικοί μηχανισμοί και οι παραδοσιακές εκπροσωπήσεις ατονούν στα δημοψηφίσματα σε σχέση με τις κοινοβουλευτικές εκλογές, τα αποτελέσματα καταδεικνύουν το πολιτικό κλίμα χωρίς τη μεσολάβηση της πολιτικής συνήθειας.

Η απάντηση που δίνεται έτσι στο εκάστοτε ερώτημα δεν είναι σίγουρο πως θα είναι πάντα αποδεκτή από όλους, πάντως η κρίση για αυτό το θέμα δεν είναι ηθική, ακριβώς γιατί σε τελική ανάλυση, όπως είπαμε, ένα τόσο κρίσιμο δημοψήφισμα «επιλέγει» μόνο του το πραγματικό ζήτημα που θέλει να τεθεί. Στο δημοψήφισμα αυτό, οι συνθήκες ήταν τέτοιες (και αυτό θα όφειλε να το γνωρίζει ο Κάμερον) ώστε το πραγματικό ερώτημα για ένα κρίσιμα μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος να είναι εκείνο της απελπισίας του αποκλεισμού και των μειούμενων μισθολογικών προοπτικών και εργασιακών προστασιών, αλλά και της ανησυχίας για τη δημοκρατική κυριαρχία στη χώρα τους.

Η ψήφος ήταν αναγκαστικά ψήφος «κατά» μιας επιλογής και όχι «υπέρ» μιας θετικής πρότασης. Αν το αγνοήσει κανείς αυτό και καταφύγει σε ηθικολογικούς δεκάρικους εναντίον του «αμαθούς λαού» και της υπερβολής της δημοκρατίας , μιλά για «κακομαθημένα παιδιά» και ζητά την κατάργηση των εκλογών, τότε επιβεβαιώνει με αυτήν ακριβώς τη στάση την καχυποψία των εκλογέων απέναντί του. Εμφανίζεται σαν ολιγαρχικός, υπερασπιστής μιας μη-υπόλογης νομενκλατούρας από την οποία ο λαός έσπευσε να διαφοροποιηθεί με την ψήφο του. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, η συνθηματολογία ξεπερνά την μπρεχτική ειρωνεία που προαναφέραμε: καλούνται οι ελίτ να εξεγερθούν απέναντι στις αμαθείς μάζες και να τις βάλουν στη θέση τους , να επικρατήσει η διακυβέρνηση μέσω τεχνοκρατών και να σταματήσουν οι εκτροπές (και μάλιστα όλο αυτό εκφωνούμενο από έναν μετριοπαθή έως τώρα αρθρογράφο).

Οι επιθέσεις στις «ανόητες μάζες» και στην ανωριμότητά τους έχουν παγκόσμιο χαρακτήρα, και βρίσκουν πάτημα συχνά από άλλα φαινόμενα ακροδεξιάς ανόδου παγκοσμίως, από τη Λεπέν μέχρι τον Τραμπ. Το ενδιαφέρον στις αναλύσεις αυτές είναι πως την κατάρρευση της νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος σε παγκόσμιο (ή έστω δυτικό) επίπεδο και την ανάδυση φαινομένων πολιτικής απελπισίας και πρωτογονισμού τη μεταφέρουν από το πλαίσιο της αναζήτησης των αιτίων για αυτή την εξέλιξη, στο πλαίσιο της καταδίκης και απόρριψης των φορέων αυτής της εξέλιξης.

Σε αυτό όλοι οι απολογητές του καταρρέοντος συστήματος (αυτό που ονομάστηκε «ακραίο κέντρο») συγκλίνουν, και με τον τρόπο αυτό γίνονται πόλοι αμφισβήτησης της δημοκρατίας, βγαίνοντας από τα δεξιά στην ακροδεξιά.

Εδώ όμως έχουμε πολλαπλά παράδοξα πολύ πέραν της Βρετανίας: η δημοκρατική και σώφρων Κεντροαριστερά και Κεντροδεξιά, οι δύο πυλώνες του θνήσκοντος νεοφιλελεύθερου μοντέλου, γίνονται οι σκληρότεροι τιμητές της δημοκρατίας της ίδιας. Στο βαθμό που το ακραίο αυτό κέντρο, οπουδήποτε στον κόσμο, εκφράζει τη φρίκη του για την άνοδο διαφόρων λαϊκισμών (με την τρέχουσα ασαφή δημοσιογραφική έννοια), αλλά συνεχίζει να ασκεί το ίδιο τεχνοκρατικό μοντέλο αποκομμένης και ανυπόλογης εξουσίας, ανατροφοδοτεί θετικά τις συνθήκες υπό τις οποίες αναπαράγεται και ενισχύεται η Ακροδεξιά. Όπως θετικά την ανατροφοδοτεί αυτή η μαζική απαξίωση του «αμόρφωτου λαού». Όπως παρατηρεί ο Matt Taibbi, η αντίδραση στο BRexit είναι ο λόγος που το BRexit συνέβη.

Οι ελίτ, όχι μόνο στη Βρετανία, αλλά και σε όλη την ΕΕ, επέλεξαν να κωφεύσουν στην κοχλάζουσα δυσαρέσκεια που πραγματικά ανέδειξε η κάλπη. Η στάση των Ευρωπαίων αξιωματούχων δείχνει πως το πάθημα της Βρετανίας δεν έγινε μάθημα και η σειρά από πολιτικές (πέρα από τις οικονομικές) κρίσεις που έρχονται στα απόνερα της βρετανικής απόφασης για έξοδο από την Ένωση, θα αντιμετωπιστούν με την ίδια εμμονικότητα και ακαμψία.

Ήδη, κατά την Handelsblatt , ο Σόιμπλε φαίνεται πως κατάλαβε από όλη αυτή την ήττα, πως δεν υπάρχει αρκετά αυστηρή τήρηση του δημοσιονομικού συμφώνου και πως χρειάζονται χρηματοδοτικοί εκβιασμοί προκειμένου να πειστούν οι χώρες να εφαρμόσουν τα αντιλαϊκά και διαβρωτικά για τη δημοκρατία μέτρα που αποκαλεί «μεταρρυθμίσεις». Υπό τις συνθήκες αυτές είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς κάποιο μέλλον σε αυτήν την Ευρώπη, με ή χωρίς τη Μεγάλη Βρετανία…

Επίμετρο


Την κρίσιμη διαφορά για να υπερισχύσει το Leave την έκαναν ψηφοφόροι του Εργατικού και του Πράσινου Κόμματος που ψήφισαν με άλλο σκεπτικό και άλλα κριτήρια από τον συντηρητικό πυρήνα. Μια ματιά στα ποιοτικά ευρήματα των δημοσκοπήσεων κάνει σαφές πως χωρίς αυτό το κομμάτι, το Leave δεν υπήρχε περίπτωση να συγκεντρώσει πλειοψηφία. Κατά έναν ειρωνικό τρόπο λοιπόν, η δική μας ήττα πέρυσι έδρασε πιθανόν καταλυτικά στη Βρετανία: αν δει κανείς την επιχειρηματολογία του Lexit (της καμπάνιας για έξοδο από την ΕΕ από αριστερή σκοπιά) και των ανθρώπων που από κάθε άλλο παρά ακροδεξιά σκοπιά ψήφισαν Leave, κεντρικότατο σημείο της ήταν πως η ΕΕ απέδειξε, α) με τη στάση της πέρυσι το καλοκαίρι στην Ελλάδα και β) με τη διαχείριση του προσφυγικού, πως είναι και τελεσίδικα αντιδημοκρατική και επίσης ξενοφοβική (αλλά απλά με πιο θεσμικό τρόπο και χωρίς τη ρητορική που συνοδεύει τις ηλιθιότητες του Farage).

Με άλλα λόγια, πέρα από την αυτοκρατορική αυταπάτη και την ξενοφοβία, που ήταν πάντα το υπόστρωμα του συντηρητικού ευρωσκεπτικισμού και υπήρχε πάντα, την πλειοψηφία στο Leave ενδέχεται να έδωσαν εκείνοι που απομυθοποίησαν την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά το ευρωπραξικόπημα του Ιουλίου του 2015 στη χώρα μας. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε το πολιτικό αυτό φαινόμενο της πεταλούδας επιβεβαιώνει ήδη αυτό που λεγόταν από πέρυσι: μετά τον πειθαναγκασμό της Ελλάδας στη συνέχιση της λιτότητας, η Ευρώπη δεν θα ήταν ποτέ πια η ίδια.

Σχόλια

Ο χρήστης J95 είπε…
"
Την κρίσιμη διαφορά για να υπερισχύσει το Leave την έκαναν ψηφοφόροι του Εργατικού και του Πράσινου Κόμματος που ψήφισαν με άλλο σκεπτικό και άλλα κριτήρια από τον συντηρητικό πυρήνα. Μια ματιά στα ποιοτικά ευρήματα των δημοσκοπήσεων κάνει σαφές πως χωρίς αυτό το κομμάτι, το Leave δεν υπήρχε περίπτωση να συγκεντρώσει πλειοψηφία."

Το ανεκδοτο με τον Νιγηριανο, τον Γερμανο και τον Κινεζο που τους πιανουν κανιβαλοι και πρεπει τα πουλια τους να αθροιζουν ενα μετρο για να γλιτωσουν απο την εκτελεση υποθετω δεν θα το βρεις αστειο.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τα πολλά πρόσωπα της ψηφιακής λογοκρισίας

Στρίβοντας δεξιά στη διακλάδωση του Wallerstein